Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Βαγγέλης Σοφικίτης, αναμνήσεις απο τα χρόνια της μουσικής "αθωότητας"...

Το οδοιπορικό μας στη μουσική αιγινίτικη παράδοση, αυτή τη φορά, μας οδήγησε στη βόρεια πλευρά του νησιού, προς τους Άλωνες. 

Ο Αλέξανδρος Σπίντζινγκ μαζί με τη Γεωργία Σταυριανέα και τη Μαρία Σοφικίτη, φοιτήτρια και ενεργό μέλος της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας, συναντήσαμε τον Βαγγέλη Σοφικίτη, τον παππού της Μαρίας, παλιό οργανοπαίχτη και γνώστη της παραδοσιακής Αιγινίτικης μουσικής. 

Η εγγονή του η Μαρία, είναι μία από τις γλυκιές “καρδερίνες” της Εστουδιαντίνας Αίγινας, τραγουδάει και παίζει μπουζούκι με δεξιοτεχνία ,συνεχίζοντας άξια την οικογενειακή παράδοση. Όπως ή ίδια μας είπε, την αγάπη της για τη μουσική, την άντλησε μέσα από τον θαυμασμό για τον παππού της, και τα μουσικά του ακούσματα που υπήρχαν πάντα μέσα στην οικογένεια, σε γιορτές, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Η Μαρία φοιτήτρια πλέον, υποσχέθηκε να συνεχίσει την Αιγινίτικη και όχι μόνο, λαική μουσική παράδοση παίρνοντας τη σκυτάλη από τον παππού της. 

Μέσα από μια εντυπωσιακά καταπράσινη διαδρομή, φτάσαμε στη Βλυχάδα, όπου σε μια πανέμορφη γεμάτη βλάστηση αυλή μας υποδέχτηκε ο κυρ Βαγγέλης με την συμπαθέστατη οικοδέσποινα κυρία Όλγα Κοντοκώστα...



Ο κυρ Βαγγέλης Σοφικίτης είναι  ένας σεμνός άνθρωπος, ένας αυτοδίδακτος μουσικός που πέρασε όπως όλη η γενιά του δύσκολα χρόνια, ζώντας στη μεταπολεμική εποχή. 

Οι μουσικοί της γενιάς του, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, είναι άξιοι θαυμασμού δεδομένου ότι τα μουσικά ερεθίσματα της εποχής ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στα πανηγύρια άκουγαν μουσική. 


Όπως ο ίδιος ο κυρ Βαγγέλης μας περιέγραψε, οι διαδρομές από το χωριό μέχρι τις πόλεις όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν με κάποιους άλλους μουσικούς και να ανταλλάξουν ενδεχομένως γνώσεις και μουσικές εμπειρίες, ήταν με τα πόδια, άρα χρονικά τουλάχιστον απαγορευτικές, πράγμα που έκανε ηρωική την προσπάθεια κάποιου, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, να κατασκευάσει μόνος του ένα μουσικό όργανο και να μάθει μουσική. Αυτό στην ελληνική γλώσσα σημαίνει “έρωτας”, και οι παλαιοί παραδοσιακοί οργανοπαίχτες μας ήταν βαθιά ερωτευμένοι με τη μουσική... 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κύριε Βαγγέλη, πες μας για τα χρόνια εκείνα. Τους μουσικούς που γνώρισες, τις συνθήκες και ότι θυμάσαι από τα πανηγύρια, τη μουσική, τα τραγούδια της παλιάς Αίγινας. 

 ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εγώ όλους τους γνώρισα , όλους τους θυμάμαι τους παλιούς μουσικούς. 

ΑΛΕΞ: Θα μας πείτε μερικά ονόματα, μερικά πράγματα; γιατί θέλουμε να φτιάξουμε μια λίστα με τα ονόματα και να μάθουμε όσο περισσότερα μπορούμε για εκείνους. 

ΒΑΓΓ: Και βέβαια να σας πω... Λοιπόν, εγώ τα παιδικά μου χρόνια γνώρισα όλους τους μουσικούς που ήτανε.... ήτανε κυρίως βιολιστές, σαντούρι, και λαούτο... άλλα όργανα δεν υπήρξαν στην Αίγινα, ούτε κλαρίνο, ούτε τίποτα. Οι χοροί και τα τραγούδια δεν υπήρχανε εδώ στο νησί, είχαμε τη Μωραΐτικη μουσική εμείς εδώ, απέναντι της Πελοποννήσου, τα καλαματιανά, τα συρτά... Τσάμικα ούτε για δείγμα, καθόλου... είχαμε τον μπάλο, συρτό πολύ.. και συρτό σιλιβριανό, και μια σούστα τοπική ήταν εδώ, που πάλι χορευότανε όπως ο μπάλος, ζευγάρια. Αυτοί ήταν οι χοροί, και μ' αυτά τα κομμάτια όλα, ήτανε δέκα; είκοσι κομμάτια; βγάζαμε το πανηγύρι, το γάμο, αυτά ήτανε. Να περιγράψουμε τους μουσικούς τώρα... από τους βιολιστές, πρώτος ήτανε...ήτανε ο Γεώργιος Κατσούλης από την Αίγινα, αυτός ήτανε και δάσκαλος, ο ανώτερος... εγώ τον γνώρισα... ήμουνα εγώ δεκαπέντε χρονώ, αυτός πρέπει νάτανε εβδομήντα πέντε, τόχε παρατήσει δεν έπαιζε πια, είχε αποτραβηχτεί, αλλά όταν έπαιζε, είχε σαντούρι τον Δημήτρη Παγκέ... 

ΑΛΕΞ: Σε ποια χρονολογία αναφερόμαστε περίπου; 

ΒΑΓΓ: Χρονολογία; Πρέπει να ήταν το... 1956, κάπου περίπου εκεί 1957... αυτοί οι δύο ήταν στην Αίγινα... 

ΑΛΕΞ: Αυτοί οι δύο είχαν και λαούτο; 

ΒΑΓΓ: Όχι, όταν τους γνώρισα εγώ, που λίγο τους εγνώρισα, είχαν μόνο το σαντούρι και το βιολί αυτός ο Κατσούλης στο βιολί. Ητανε και στην Κυψέλη ένας, ο Μιχάλης Παυλινέρης βιολιστής, αυτός ήταν του ωδείου όμως , ήξερε μουσική, έπαιζε...”έπαιζε” δηλαδή... δεν μπορώ να πω όπως παίζανε οι άλλοι, το έπαιζε πιο πολύ με νότες... καλός βιολιστής... κι αυτός έπαιζε με τον ίδιο σαντουριέρη, τον Παγκέ. Ήτανε μετά στην Πέρδικα, ένας ... λεγότανε Τάσος Μπόγρης ή Μποχώρης, όταν τον γνώρισα εγώ δεν έπαιζε, τόχε παρατήσει, ήτανε εφάμιλλος του Κατσούλη, δυο βιολιά ήτανε... αυτοί... Νομίζω ότι αυτός ήτανε μαθητής του Κατσούλη,και έπαιζε με έναν αδελφό του λαούτο. Ο αδελφός του που έπαιζε το λαούτο, όπως είχα ακούσει, εγώ δεν τους ήξερα, όταν ερχότανε στο κέφι, το λαούτο το έπαιρνε λένε εδώ ( στους ώμους), και τόπαιζε εδώ απάνω (στο σβέρκο) το λαούτο του, αλλά δεν τονε γνώρισα, τον βιολιστή τον γνώρισα, και πήρα και το πρώτο μου βιολί από αυτόν τον άνθρωπο... 

ΑΛΕΞ: Τον Μποχώρη δηλαδή; 

ΒΑΓΓ: Ναι, τον Μποχώρη, αλλά πως έπαιζε; δεν ξέρω... ότι είχα ακούσει από τους μεγαλύτερους, ότι ήτανε άσσος... Έπειτα ήτανε στο Μεσσαγρό μια κομπανία, βιολί, σαντούρι, λαούτο, αυτοί δεν χωρίζανε, ήτανε οι τρείς δεμένοι. Αυτούς τους εγνώρισα πολύ καλά... καμιά φορά όταν είχα αρχίσει κι εγώ να παίζω λίγο βιολί, μόνος μου ε; αυτοδίδακτος.... και ο βιολιστής ήτανε ένας καλός άνθρωπος... και πήγαινα... όπου ήτανε τα όργανα κι εγώ γύρω γύρω... πήγαινα για να ακούω, μου έλεγε: “έλα Βαγγελάκη, έλα να με ξεκουράσεις” και μούδινε το βιολί να παίξω. Ε... τι να παίξω; εμένα με έπιανε τρέμουλο, τελος πάντων μου τόδινε κι έπαιζα κανένα κομματάκι μαζί με όλη την κομπανία, ήτανε καλός άνθρωπος, λεγότανε Ηλίας Χαλδαίος, ο σαντουριέρης λεγότανε Γεώργιος Λορέντζος, κι είχανε κι ενα λαούτο τον Μανώλη Λεούση, Μεσαγρίτες ήταν αυτοί... πάει... κλείσανε κι αυτοί... Έπειτα ερχόμαστε απάνω στα χωριά, στο Ανιτσαίο, εκεί ήτανε τρία αδέλφια, Κανάκηδες λεγόντουσαν, Κανάκης ήταν ο Γιώργος, έπαιζε βιολί, καλό βιολί και αυτός, ο αδελφός του ο Μάνθος λαούτο, καλός λαουτιέρης, και ο τρίτος ήταν ο Αντώνης, βιολί πάλι, τρία αδέλφια, καλοί ήτανε... Έπειτα... κάτσε να θυμηθώ... τελευταίο αφήσαμε τον Άπορο, τον Γιώργη τον Βατικώτη ή “άπορος,” αυτός έμεινε ο τελευταίος βιολιστής στην Αίγινα. Καλό βιολί και αυτός αλλά νευρικό, έπαιζε νευρικό βιολί, άμα ερχόταν και στο κέφι... τοκανε το δοξάρι...ουου! πήγαινε στον αέρα... και αυτός είχε σαντούρι τον Τάσο τον Κρεούζη από την Αίγινα. Αυτός, ο Κρεούζης, ήτανε γεροντάκος και άμα κουραζόταν, τότε που παίζανε μερόνυχτα στα πανηγύρια και στους γάμους, κοιμότανε, κοιμότανε και έπαιζε το σαντούρι, αλλά... καλό σαντούρι, και καλός άνθρωπος. Αυτοί ήτανε... ήτανε κι άλλος ένας, στην Πέρδικα, ο Παντελής ο Αμάφης, αλλά αυτός δεν έβγαινε στα πανηγύρια, έπαιζε εκεί μέσα στο χωριό του, πήγαινε σε κανένα γάμο, καλό παιδί και αυτός... Άλλος...ο Τζίτζης που έπαιζε βιολί. Δεν τον είχα ακούσει, ο αδελφός του είχε παντοπωλείο μέσα στην Αίγινα, εκεί που ήτανε του Γουδή παλιά, από αυτούς ήτανε. Άλλοι;... ήτανε και στην παχιοράχη ένας ,γέρος και αυτός, ο μπάρμπα Γιάννης ο Μέγας, έτσι τον λέγανε, ήτανε τυφλός τελείως, δεν έπαιζε πολύ αυτός, ήτανε μεγάλος άνθρωπος ο μπάρμπα Γιάννης, τον είχα γνωρίσει.. Από κει και πέρα οι σκοποί και τα τραγούδια ήταν όπως τα περιγράψαμε, δεν είχαμε κάτι διαφορετικό....

ΑΛΕΞ: Είχα γνωρίσει ένα βιολιτζή πριν τέσσερα χρόνια, δεν έπαιζε τότε και ήταν εκατόν τεσσάρων χρονών... είπε πως έπαιζε παλιά και ήταν από την Πέρδικα και αυτός. Έλεγε πως έπαιζε και στην κατοχή, είχανε φτιάξει ένα σχήμα είπε και παίζανε. Αυτός έπαιζε και ευρωπαϊκά τραγούδια, ίσως είχε κάνει και σπουδές, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τον ακούσουμε, ήταν όπως είπα εκατόν τεσσάρων ετών... 

 ΒΑΓΓ: Δεν τον ξέρω... αυτοί ήταν τότε όσοι γνώρισα εγώ, παλιά ήτανε και άλλοι. 

ΑΛΕΞ: Πες μας τώρα και για σένα... 

ΒΑΓΓ: Εμένα μου άρεσε πολύ η μουσική και κυρίως τα ένχορδα όργανα, το βιολί κυρίως. Στα πανηγύρια πάντα γύρω γύρω στα όργανα ήμουνα, για να ακούω, γιατί την εποχή αυτή δεν υπήρχανε, ούτε ραδιόφωνο δεν υπήρχε, ούτε κασέτες, ούτε σι ντι, ούτε όλα τα χίλια μυστήρια που υπάρχουνε σήμερα, περιμέναμε να πάμε στο πανηγύρι για να ακούσουμε μουσική, να χορέψουμε, ή στο γάμο. Μου άρεσε τόσο πολύ που προσπάθησα, δυστυχώς δεν πήγα ούτε σε δάσκαλο ούτε πουθενά, γιατί εδώ αυτοί οι μουσικοί που ήτανε, ήτανε με άλλα επαγγέλματα, δεν περιμένανε να ζήσουνε με το βιολί στο χέρι, άλλος ήτανε αγρότης, άλλος ήτανε ψαράς, άλλος ήτανε εργάτης, άλλος ήτανε... τα πάντα... όλοι ζούσανε με αυτές τις δουλειές, το βιολί το είχανε για το πανηγύρι ή για το γάμο, και μακρυά από το χωριό που έμενα εγώ, στην Αίγινα πήγαινα με τα πόδια, στην Πέρδικα με τα πόδια. Και τα όργανα μόνοι μας τα φτιάχναμε, τα πρώτα τουλάχιστον. Αυτοσχεδιάζαμε, ότι είχαμε δει στα πανηγύρια, δεν είχαμε φωτογραφίες. Ε.. παίζανε και δεν παίζανε, πόσο μπορεί να παίξει ένα σκέτο ξύλο;

                                                            Το πρώτο όργανο του παππού, ανεκτίμητη αξία

 
 

 
ΑΛΕΞ: Πού μένατε; 

ΒΑΓΓ: Στον Κύλινδρα... τρείς ώρες μέχρι την Αίγινα με τα πόδια. Στην Πέρδικα άλλες τρεις ή τρισίμισι ώρες, ε... δεν γινότανε, που να πας να σου δείξει κάποιος; και δεν... μόνος μου, έφτιαχνα αυτοσχέδια βιολιά, και προσπαθούσα, αλλά πως να παίξει;, μπορεί να παίξει τώρα ένα ξύλο με ένα σύρμα πάνω; (γελάει).... 

ΑΛΕΞ: Οπότε με τη μουσική...αυτό που λέμε ερασιτέχνης.. 

ΒΑΓΓ: Ερασιτέχνης, ερασιτέχνης και αυτοδίδακτος. 

ΑΛΕΞ: Μου αρέσει αυτή η λέξη “ερασιτέχνης”, γιατί δείχνει ότι κάποιος το κάνει από αγάπη... 

ΒΑΓΓ: Οτιδήποτε δουλειά άμα δεν την αγαπάς, ότι δουλειά και αν είναι, δεν την κάνεις... Εμένα μ΄αρεσε, για τρία χρόνια το έκανα τριάμισι... έπειτα πήγα στο ναυτικό, τελειώσανε όλα, δεν το συνέχισα δηλαδή. 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες σε πανηγύρια; 

 ΒΑΓΓ: Καμιά φορά, στις αρχές, μετά... με φωνάζανε καμιά φορά, ήτανε στον Κύλινδρα ένας λαουτιέρης Νίκος Μαυρέας, πολύ καλός, το λαούτο δεν το έκανε ακομπανιαμέντο, τόπαιζε σόλο σαν μπουζούκι, σόλο, ότι έλεγε και το βιολί έλεγε και το λαούτο, του , πολύ καλός...κι αυτός αυτοδίδακτος ήτανε. Εκείνη την εποχή όλοι αυτοδίδακτοι ήτανε, δεν υπήρχανε σχολές, και οι βιολιστές που υπήρχανε δεν δείχνανε όπως προείπα , οι περισσότεροι εκτός ο Παυλινέρης, αυτός ήτανε του ωδείου, όλοι οι άλλοι ήταν αυτοδίδακτοι... 

ΑΛΕΞ: Πολλές φορές οι αυτοδίδακτοι παίζουν με πιο πολύ ψυχή... Έχουν πάθος γι' αυτό που κάνουν, και ακόμα και αν δεν ξέρουν πιο βαθιά τη μουσική, παίζουν πολύ καλά γιατί έχουν αγάπη, ακόμα κι αυτοί που ξέρουν μουσική ...καλό είναι να είναι και λίγο αυτοδίδακτοι, έτσι θα έχει και ο καθένας το ξεχωριστό του ύφος. 

ΒΑΓΓ: Μα σας είπα, οι παλαιοί ήταν όλοι αυτοδίδακτοι, και όλους αυτούς που σας περιέγραψα τώρα,όλους τους βιολιστές, αν μου τους βάλετε κάπου μακρυά, να μη τούς βλέπω, κι αρχίζουνε και παίζουνε ένας ένας, θα σας πω, αυτός είναι ο άπορος, αυτός είναι ο Κανάκης, ο καθένας έχει το δικό του στιλ, αυτός είναι ο Χαλδαίος, αυτός είναι ο Παυλινέρης. 

ΑΛΕΞ:Οι μουσικοί βγάζουν το χαρακτήρα τους στο παίξιμο, βέβαια έχει σχέση και αν έχουν διδαχθεί από τον ίδιο δάσκαλο, λίγο πολύ παίρνουν μια όμοια τεχνική και μια όμοια πορεία, αυτό με τον αυτοδίδακτο δεν ισχύει, γιατί αυτός βρίσκει αυτοσχέδιες λύσεις, βέβαια σε όλα τα όργανα υπάρχουν και διάφορες σχολές, δηλαδή και οι δάσκαλοι δεν παίζουν όλοι το ίδιο... 

ΒΑΓΓ: Εγώ δεν ξέρω από αυτά, αλλά άμα ξέρουνε νότες πάει να πει ότι παίζουνε ίδιο όλοι, εμένα άμα μου δώσετε νότες θα πω κινέζικα γράμματα είναι αυτά, δεν τα αναγνωρίζω... 

 ΑΛΕΞ: Εντάξει τώρα αυτό... οι νότες ίσως να είναι πλέον καμιά φορά ας πούμε μια αναγκαία φυλακή, επειδή και προσφέρουνε αλλά και αιχμαλωτίζουν και τον παίχτη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα... Οπότε ... εσείς είπατε πως παίζατε για τρία χρόνια σε πανηγύρια.. 

ΒΑΓΓ: Ε...ναι... έτσι καμιά φορά ο λαουτιέρης ο Μαυρέας με έπαιρνε καμιά φορά. Αυτός έπαιζε με όλους τους βιολιτζήδες, όλα τα βιολιά τον παίρνανε, όλοι παίζανε ο ένας με τον άλλον, μόνο αυτοί στο Μεσσαγρό δεν χωρίζανε με τίποτα... 

                                                  Φωτό: Β. Σοφικίτης- Γ. Κανάκης- Ν.Μαυρέας

 ΑΛΕΞ: Από αυτούς ποιοι τραγουδάγανε; 

ΒΑΓΓ: Κανένας, τραγουδιστής δεν υπήρχε, μόνο καμιόνια φορά στο κέφι ο σαντουριέρης ή ο λαουτιέρης μπορεί να έλεγε ένα δύο τραγουδάκια κι αυτά μισερά, αν δεν είχε τραγουδιστή δίπλα του δεν γινότανε τίποτα, τα όργανα ότι λέγανε με τη μουσική, δεν υπήρχε τραγουδιστής, με τα όργανα δουλεύανε, με τη μουσική. 

ΑΛΕΞ: Πως ήταν παλιά οι γάμοι και τα πανηγύρια; πόσος κόσμος μαζευότανε; 

ΒΑΓΓ: Συνήθως τότε οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια, δεν υπήρχαν οι ταβέρνες που υπάρχουν σήμερα, γινόντουσαν στα σπίτια, μπορεί να ήταν πενήντα; οι συγγενείς, τα σόγια, οι γειτόνοι, πενήντα εξήντα άτομα, παραπάνω δεν ήτανε... 

ΑΛΕΞ: Συνοδεύανε τη νύφη με τα όργανα; 

                                                         Συνοδεύοντας τη νύφη
 

 ΒΑΓΓ: Ναι, βεβαίως... η νύφη έπρεπε να φύγει με τα όργανα, να πάει στην εκκλησία και να επιστρέψει στο σπίτι με τα όργανα, μετά άρχιζε το γλέντι.. Εγώ το είχα αφήσει το βιολί όταν πήγα στρατιώτης. Μετά γύρισα έκανα οικογένεια, δουλειές, το είχα αφήσει είκοσι χρόνια εικοσιπέντε, ούτε βιολί δεν είχα, αυτό που είχα, το είχα χαρίσει σε κάποιον, δεν είχα βιολί. Μετά μου την έδωσε, είδα κάποιον που έπαιζε βιολί και πήρα ένα από αυτά που φέρνανε οι Ρώσοι από πάνω, ε... μου τη βίδωσε πήγα στον Πειραιά και πήρα ένα, μετά αρχίσαμε με τον παπαΝικόλα και ξεκίνησα να παίζω και να ξαναθυμηθώ κάτι. 

                                                       Οικογενειακές  μουσικές στιγμές...        
 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες και ακορντεόν; 

ΒΑΓΓ: Ε.. κάτι λίγο...Μια φορά θυμάμαι παίζαμε στον Άγιο Σώστη στην Πέρδικα, είχε κλείσει μαγαζί ο Άπορος και μου είπε θάρθεις να παίξουμε, πήγα το πρωί στο μαγαζί αυτό, είχε περάσει το πρωί ο άπορος και είχε αφήσει το βιολί του εκεί σε ένα μέρος, ήρθε κατά τις έντεκα και ήρθε και ο σαντουριέρης, αρχίσαμε να παίξουμε, αλλά το ακορδεόν ήταν παραπάνω από το σαντούρι στο κούρδισμα, δεν γινότανε τίποτα, παραφωνία τέλεια, παίξαμε δυο τρία κομμάτια ο άπορος όπως ήταν και νευρικός, λέει. “Τάσο πάρτο και φύγε” “Θα φύγω” του λέει ο μπάρμπα Τάσος και σηκώνεται, όχι του λέω μπάρμπα Τάσο αν είναι να φύγεις εσύ θα φύγω εγώ, δεν με νοιάζει εμένανε, κάτσε εσύ και θα φύγω εγώ, όχι, δεν με άφηνε ο άπορος. Το παίρνει το σαντούρι και πάει παραπάνω σε ένα μέρος να το κουρδίσει, πήρε τόνο από το ακορδεόν και πάει πάνω σε ένα στενό και έκατσε πάνω από μια ώρα να κουρδίσει... εκατό χορδές ε; ήρθε ιδρωμένος ο γεροντάκος ο καημένος, αχ τι έπαθα σήμερα είπε, ε... μπάρμπα Τάσο εγώ σου το είπα, να φύγω εγώ να κάτσεις εσύ, τέλος πάντων μετά κάτσαμε συντονιστήκαμε, χα.χα.χα....και βγήκανε λέει και τον βρίσανε κιόλας, βρε γέρο εδώ ήρθες να κουρδίσεις; μας ζαλισες χα.χα.χα...βγήκε λέει μια γυναίκα από το παράθυρο και τον έβρισε... ήταν καλός άνθρωπος.. 

ΑΛΕΞ: Το παρατσούκλι σου ποιό ήτανε; 

ΒΑΓΓ: Φυσαγέρης... Τον παπού μου τον λέγανε φυσαγέρη γιατί ήτανε δύο αδελφια αυτοί, κτιστάδες, κτιζαν σπίτια την εποχή εκείνη, λοιπόν, ήταν ενα τραγούδι την εποχή εκείνη που έλεγε “και μας φύσαγε τ' αγέρι να μας πάει και να μας φέρει” και το τραγουδάγανε εκει πάνω στις σκαλωσιές που δουλεύανε και τους το βγάλανε οι “φυσαγιέρηδες”, μετά έμεινε και σε μένα μέχρι σήμερα, δηλαδή εκατόν πενήντα χρόνια... 

 



Η επίσκεψη μας στον Βαγγέλη Σοφικίτη τελείωσε με το μελωδικό βιολί του κυρ Βαγγέλη, που σαν μια μουσική μηχανή του χρόνου, μας ταξίδεψε σε άλλες εποχές, μας μετέφερε με τη δοξαριά του στα χρόνια της μουσικής “αθωότητας”... 



 



 Κείμενα – Επιμέλεια 
Γεωργία Σταυριανέα