«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει
κ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρις
είναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις."
Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.
Το
λαούτο είναι κατ’ εξοχήν όργανο συνοδείας
και συγκαταλέγεται μεταξύ όλων των
συνδυασμών των λαϊκών μουσικών
συγκροτημάτων. Στην οικογένεια του
λαούτου, σύμφωνα με την εθνομουσικολογία
ανήκει κάθε χορδόφωνο που έχει ηχείο
καπάκι και χορδές τεντωμένες παράλληλα
προς το καπάκι του ηχείου και το χέρι
και παίζονται με τα δάχτυλα ή με πένα.Χωρίζονται
σε δυο κατηγορίες: στα μακριά λαούτα
και στα κοντά λαούτα. Στα
τέλη του 19ου αιώνα το λαούτο κατασκευαζόταν
σε τρία μεγέθη. Σήμερα
έχει επικρατήσει το μεσαίο μέγεθος. Και
αυτό διαφέρει στις διαστάσεις του από
κατασκευαστή σε κατασκευαστή, αν και
οι διαφορές είναι μικρές και χωρίς
σημασία για την όλη λειτουργία του
οργάνου. Πρώτου
μεγέθους λαγούτο, μεγαλύτερο στο μάκρος,
το φάρδος και το πλάτος σε σύγκριση με
τα’ άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται
στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό
λαούτο.
Το
λαούτο φαίνεται ότι έπαιζε σημαντικότατο
ρόλο, στην μουσική παράδοση πολλών λαών,
από την αρχαιότητα. Λαοί όπως οι Σουμέριοι,
οι Αιγύπτιοι, οι Χετταίοι και οι Έλληνες
χρησιμοποιούσαν μουσικά όργανα που
σήμερα χαρακτηρίζονται ως λαουτοειδή
παρ’ όλο που αποτελούν προγόνους των
σημερινών λαούτων.
Αρχαια
εποχή . Μακριά
λαούτα, με μικρό ηχείο και μακρύ χέρι,
είναι τα αρχαιότερα της οικογένειας
του λαούτου(3η χιλιετία π.Χ, Μεσοποταμία).
Σ’ αυτή τον τύπο ανήκει και το
αρχαιοελληνικό τρίχορδο ή πανδούρα.
Κοντά λαούτα ανιχνεύονται ήδη από τον
8ο αιών. π.Χ στην ελαμιτική τέχνη. Όργανα
παρόμοια με το λαούτο απαντώνται σε
πολλές αρχαίες και σύγχρονες κοινωνίες.
Το σημερινό ελληνικό λαούτο είναι μια
σχετικά νεότερη παραλλαγή που διαμορφώνεται
το 17ο αιών. πιθανό στο ελλαδικό χώρο και
ουσιαστικά αποτελεί ένα είδος ταμπουρά,
που είναι ίσως το κοντινότερο όργανο
στην αρχαία ελληνική πανδούρα.
Το λαούτο της αναγέννησης. Ελκει την καταγωγή του από την Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα από ένα αραβικό όργανο με το όνομα al ud (το ud, το ξύλο). Το όργανο αυτό είχε μεγάλο, καμπύλο αντηχείο, βραχύ λαιμό χωρίς τάστα, που κατέληγε σε με κεφαλή που έφερε κλειδιά, στα οποία δένονταν οι χορδές. Γενικά θεωρείται ότι το ευρωπαϊκό λαούτο δημιουργήθηκε στην Ιβηρική Χερσόνησο, από τους Άραβες που το έφεραν μαζί τους και κατοίκησαν επί μακρών την Ισπανία. Έτσι το λαούτο απέκτησε σιγά σιγά μετακινούμενα τάστα και πήρε την μορφή που περιγράφεται παραπάνω. Παράλληλες μορφές εξελίχθηκαν από το al – ud στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Στη χώρα μας έχουμε τουλάχιστον δυο παραλλαγές, το κρητικό – νησιώτικο και το πολίτικο (λάφτα).
Το
σύγχρονο λαούτο. Το δημοτικό τραγούδι
βρίσκεται πάντα στα χείλια του Ελληνικού
λαού και πολλές φορές βγάζει μ’ αυτό
τον πόνο της καρδιάς του. Το ίδιο
βρίσκονται και τα λαϊκά, μουσικά όργανα
που, είτε πρωταγωνιστούν είτε συνοδεύουν
τις παραδοσιακές μελωδίες και τα
τραγούδια. Το
λαούτο έχει πάμπολλες φορές συνοδεύσει
δημοτική ποίηση, ακριτικά τραγούδια,
ακόμα και λυρική ποίηση. Είναι ένα όργανο
που αναφερόταν πολύ τα παλαιότερα
χρόνια. Το βρίσκουμε σε χεορόγραφα του
16ου και 17ου αιώνα όπως στον «Ερωτόκριτο»
του Βιτζέντζου Κορνάρου έργο που είναι
γνωστό για την λυρική ποιητική του αξία.
«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει
κ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρις
είναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις
Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.»
Το λαούτο που είναι γνωστό ως λαγούτο, λαβούτο (από το αραβικό al oud που θα πει ξύλο), παλιότερα λεγόταν και «τυφλοσούρτης» γιατί κρατούσε το ρυθμό σε κάποιο βιολί ή λύρα ή κλαρίνο. Το ηχείο του λαγούτου στην Ελλάδα έχει σχήμα αχλαδιού, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, κλειδιά από τα πλάγια, διπλές χορδές στερεωμένες στο καπάκι και παίζεται μ’ ένα πενάκι (όπως λέγεται)
Στο τέλος του 19ου αιώνα το κατασκεύαζαν σε 3 μεγέθη. Σήμερα χρηιμοποιούν μόνο το μεσαίο. Οι διαστάσεις του διαφέρουν, βέβαια, ανάλογα μ’ αυτόν που θα το χρησιμοπιοήσει∙ άλλος ζητάει από τον κατασκευαστή να έχει το όργανό του πιο βαθύ ηχείο, άλλος πιο μακρύ χέρι, ή πιο κοντό.
Σε σύγκριση με όσα λαούτα χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, το Κρητικό λαούτο είναι μεγαλύτερο σε μάκρος, φάρδος και βάθος.
Πολλά έχει να σκεφτεί ο κατασκευαστής αυτού του οργάνου. Κατ’ αρχήν πώς θα επιτύχει καλύτερο ήχο, σε ποιές καιρικές συνθήκες μπορεί ν’ αντέξει το ξύλο και να μη σκεβρώσει, ακόμα και την καλαίσθητη παρουσία που θα έχει όταν το παραδώσει.
Το πενάκι του λαούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού) και στην ανάγκη από φτερό γαλοπούλας ή από πλαστικό. Μεγαλύτερης, όμως, αντοχής είναι οι πένες από φτερό αρπακτικού πουλιού.
Κάθε λαουτιέρης για να είναι ασφαλής ότι θα μπορέσει να παίξει χρειάζεται το λαγούτο του, πρέπει να’ χει μαζί του και εφεδρικές πενές.
Η ένταση του ήχου εξαρτάται από το παίξιμο του λαουτιέρη.
Το μαλακό παίξιμο δίνει γλυκύτερο ήχο ενώ το σκληρό δίνει δυνατό ήχο. Όλα κανονίζονται ανάλογα με το αν το λαγούτο συνοδεύει απλά τραγούδι, ή αν συνοδεύει ένα ή πολλά όργανα, αν ο χώρος είναι μεγάλος ή μικρός, ανοιχτός ή κλειστός.
Το λαούτο σαν αρμονική συνοδεία χρησιμοποιείται, γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στα νησιά και στα χωριά σε λαϊκές διασκεδάσεις, γάμους, βαφτίσια κλπ.
Η παραδοσιακή, δημώδης μουσική είναι πολύτιμη γιατί διασώζει και περνάει από γενιά σε γενιά τις ρίζες της φυλής, μαζί με τους πόνους, τους μόχθους και τους αγώνες για την απόκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.
«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει
κ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρις
είναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις
Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.»
Το λαούτο που είναι γνωστό ως λαγούτο, λαβούτο (από το αραβικό al oud που θα πει ξύλο), παλιότερα λεγόταν και «τυφλοσούρτης» γιατί κρατούσε το ρυθμό σε κάποιο βιολί ή λύρα ή κλαρίνο. Το ηχείο του λαγούτου στην Ελλάδα έχει σχήμα αχλαδιού, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, κλειδιά από τα πλάγια, διπλές χορδές στερεωμένες στο καπάκι και παίζεται μ’ ένα πενάκι (όπως λέγεται)
Στο τέλος του 19ου αιώνα το κατασκεύαζαν σε 3 μεγέθη. Σήμερα χρηιμοποιούν μόνο το μεσαίο. Οι διαστάσεις του διαφέρουν, βέβαια, ανάλογα μ’ αυτόν που θα το χρησιμοπιοήσει∙ άλλος ζητάει από τον κατασκευαστή να έχει το όργανό του πιο βαθύ ηχείο, άλλος πιο μακρύ χέρι, ή πιο κοντό.
Σε σύγκριση με όσα λαούτα χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, το Κρητικό λαούτο είναι μεγαλύτερο σε μάκρος, φάρδος και βάθος.
Πολλά έχει να σκεφτεί ο κατασκευαστής αυτού του οργάνου. Κατ’ αρχήν πώς θα επιτύχει καλύτερο ήχο, σε ποιές καιρικές συνθήκες μπορεί ν’ αντέξει το ξύλο και να μη σκεβρώσει, ακόμα και την καλαίσθητη παρουσία που θα έχει όταν το παραδώσει.
Το πενάκι του λαούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού) και στην ανάγκη από φτερό γαλοπούλας ή από πλαστικό. Μεγαλύτερης, όμως, αντοχής είναι οι πένες από φτερό αρπακτικού πουλιού.
Κάθε λαουτιέρης για να είναι ασφαλής ότι θα μπορέσει να παίξει χρειάζεται το λαγούτο του, πρέπει να’ χει μαζί του και εφεδρικές πενές.
Η ένταση του ήχου εξαρτάται από το παίξιμο του λαουτιέρη.
Το μαλακό παίξιμο δίνει γλυκύτερο ήχο ενώ το σκληρό δίνει δυνατό ήχο. Όλα κανονίζονται ανάλογα με το αν το λαγούτο συνοδεύει απλά τραγούδι, ή αν συνοδεύει ένα ή πολλά όργανα, αν ο χώρος είναι μεγάλος ή μικρός, ανοιχτός ή κλειστός.
Το λαούτο σαν αρμονική συνοδεία χρησιμοποιείται, γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στα νησιά και στα χωριά σε λαϊκές διασκεδάσεις, γάμους, βαφτίσια κλπ.
Η παραδοσιακή, δημώδης μουσική είναι πολύτιμη γιατί διασώζει και περνάει από γενιά σε γενιά τις ρίζες της φυλής, μαζί με τους πόνους, τους μόχθους και τους αγώνες για την απόκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.
Στο
αναγεννησιακό λαούτο το μπροστινό μέρος
του ηχείου ήταν επίπεδο, ενώ η πλάτη
του, κατασκευασμένη από λωρίδες ξύλου,
κυρτή. Οι οπές στο μπροστινό μέρος του
ηχείου κατασκευάζονταν έτσι ώστε να
σχηματίζουν διάφορα διακοσμητικά
σχέδια. Το μπράτσο του οργάνου ήταν
κολλημένο στο πάνω μέρος του ηχείου
του. Οι χορδές ήταν στερεωμένες στο κάτω
μέρος, περνούσαν από τον καβαλάρη και
έδεναν στα κλειδιά της κεφαλής, η οποία
ήταν κεκλιμένη σε σχέση με τον άξονα
του μπράτσου του οργάνου. Η ταστιέρα
είχε δεσμούς που φτιάχνονταν από χορδές. Ο εκτελεστής χτυπούσε τις χορδές με τα
δάχτυλα του δεξιού χεριού κοντά στις
τρύπες του ηχείου, ενώ με το αριστερό
κανόνιζε τον παραγόμενο φθόγγο,
αυξομειώνοντας το μήκος της χορδής που
παλλόταν. Συχνά οι χορδές δεν ήταν μονές
αλλά ζεύγη – δυο ίσου μήκους χορδές που
παίζονταν ταυτόχρονα παράγοντας κάθε
φορά τον ίδιο φθόγγο. Το λαούτο του 16ου
αιώνα είχε συνήθως 11 χορδές, πέντε ζεύγη
και μια μονή. Στη συνέχεια οι χορδές
αυξήθηκαν, φτάνοντας στην εποχή του
μπαρόκ ακόμα και τα 13 ζεύγη.
Η
μουσική για λαούτο γραφόταν αρχικά σε
ταμπλατούρα, η οποία στη συνέχεια
εξελίχθηκε σε μια εμπειρική γραφή που
περιλάμβανε μια ομάδα παράλληλων
γραμμών, μια για κάθε χορδή (ή ζεύγος
χορδών αντίστοιχα). Με μικρά γράμματα
ή αριθμούς ανάμεσα στις γραμμές
σημειώνονταν το τάστο που θα χρησιμοποιούσε
ο εκτελεστής, ενώ άλλα σημάδια έδειχναν
τη διάρκεια της κάθε νότας.
Το
λαούτο εξακολουθεί κατά τη διάρκεια
της εποχής του Μπαρόκ να παίζει σημαντικό
ρόλο ως ανεξάρτητο όργανο και ως όργανο
συνοδείας. Υπό την επίδραση κυρίως των
Γάλλων λαουτιστών έγιναν προσθήκες που
βελτίωσαν αρκετά την ένταση και την
καθαρότητά του στις χαμηλές νότες, σε
συνδυασμό με τις αλλαγές στο κούρδισμα
του που το κατέστησαν πιο ευέλικτο
μελωδικά.
Ωστόσο,
παρέμεινε δυσκολότερο στην εκτέλεση
από την ανερχόμενη κιθάρα. Επίσης, η
χρήση του στο κοντίνουο περιορίστηκε
λόγω της σημαντικής τεχνικής βελτίωσης
του τσέμπαλου, το οποίο άρχισε να
προτιμάται.
Στον
ελλαδικό χώρο (4ος αι. π.Χ) το πρώτο όργανο
αυτού του τύπου, είναι το
αρχαιοελληνικό
τρίχορδο, η πανδούρα2
όπως την έλεγαν. Από την πανδούρα
προήλθε ο ταμπουράς και μια μεταγενέστερη παραλλαγή αυτού είναι το ελληνικό
λαούτο. Την χαρακτήριζε ο μακρύς βραχίονας, το μικρό σώμα, τα τάστα και οι τρείς
χορδές χωρίς κλειδιά
όπως την έλεγαν. Από την πανδούρα
προήλθε ο ταμπουράς και μια μεταγενέστερη παραλλαγή αυτού είναι το ελληνικό
λαούτο. Την χαρακτήριζε ο μακρύς βραχίονας, το μικρό σώμα, τα τάστα και οι τρείς
χορδές χωρίς κλειδιά
Το
λαούτο το βρίσκουμε σε παραλλαγές στις
διάφορες περιοχές του
ελλαδικού χώρου
και όχι μόνο, που έχουν μεταξύ τους από
μικρές έως πολύ
σημαντικές διαφορές. Διαφορές στα κουρδίσματα τους, στα μεγέθη, αλλά και στα
υλικά κατασκευής τους, ανάλογα με τις συνήθειες, τις παραδόσεις και τις
επιδράσεις του εκάστοτε τόπου:
σημαντικές διαφορές. Διαφορές στα κουρδίσματα τους, στα μεγέθη, αλλά και στα
υλικά κατασκευής τους, ανάλογα με τις συνήθειες, τις παραδόσεις και τις
επιδράσεις του εκάστοτε τόπου:
Το κρητικο Λαούτο
«Το
κρητικό λαούτο σε σχέση με τα άλλα είδη
είναι το μεγαλύτερο σε
μέγεθος και έχει το χαμηλότερο κούρδισμα εξαιτίας της λύρας και του μελωδικού
της ρόλου σε σχέση με αυτό. Κατασκευαστικά, το ηχείο που παλιότερα είχε
ωοειδές σχήμα σε σχέση με το κυκλικής μορφής σημερινό, κατασκευάζονταν από
λεπτά κυρτά σανίδια κέδρου ή πεύκου που το έκλεινε από πάνω μια άλλη λεπτή
σανίδα ξύλου. Εκεί ακριβώς, προκειμένου να θέσουν τα διαστήματα των φθόγγων
από το λαιμό ως την κεφαλή, τοποθετούσαν έναν εγκάρσιων διαιρέσεων πήχη από
έβενο. Έχει 8 χορδές, δηλαδή 4 ζευγάρια που αντιστοιχούν στις νότες: [σολ, ρε, λα,μι].
Οι χορδές των τριών ζευγαριών κουρδίζονται συνήθως στην ταυτοφωνία ενώ
εκείνες του τέταρτου ζεύγους στην οκτάβα. Το κούρδισμα του λαούτου, θεωρείται
γενικά δύσκολο και οι τρόποι κουρδίσματος ποικίλλουν. Παίζεται με χειροποίητη
πένα που έχει επιμεληθεί ο μουσικός, από φτερό αρπακτικού πουλιού τσακισμένο
στα δύο ή μακριά πλαστική πένα.»
μέγεθος και έχει το χαμηλότερο κούρδισμα εξαιτίας της λύρας και του μελωδικού
της ρόλου σε σχέση με αυτό. Κατασκευαστικά, το ηχείο που παλιότερα είχε
ωοειδές σχήμα σε σχέση με το κυκλικής μορφής σημερινό, κατασκευάζονταν από
λεπτά κυρτά σανίδια κέδρου ή πεύκου που το έκλεινε από πάνω μια άλλη λεπτή
σανίδα ξύλου. Εκεί ακριβώς, προκειμένου να θέσουν τα διαστήματα των φθόγγων
από το λαιμό ως την κεφαλή, τοποθετούσαν έναν εγκάρσιων διαιρέσεων πήχη από
έβενο. Έχει 8 χορδές, δηλαδή 4 ζευγάρια που αντιστοιχούν στις νότες: [σολ, ρε, λα,μι].
Οι χορδές των τριών ζευγαριών κουρδίζονται συνήθως στην ταυτοφωνία ενώ
εκείνες του τέταρτου ζεύγους στην οκτάβα. Το κούρδισμα του λαούτου, θεωρείται
γενικά δύσκολο και οι τρόποι κουρδίσματος ποικίλλουν. Παίζεται με χειροποίητη
πένα που έχει επιμεληθεί ο μουσικός, από φτερό αρπακτικού πουλιού τσακισμένο
στα δύο ή μακριά πλαστική πένα.»
Νησιώτικο και στεριανό Λαούτο
«Το
νησιώτικο και το στεριανό είναι σε
γενικές γραμμές λαούτα μικρότερα
σε μέγεθος από το κρητικό, αλλά έχουν σχετικά κοινά υλικά κατασκευής. Δύο
ειδών ξύλα για τις ντούγες με τις ανοιχτές από παλίσανδρο και τις σγουρές από
κελεμπέκι. Μπράτσο συνήθως από φλαμούρι, καπάκι από έλατο και ταστιέρα,
χορδοδέτης και διακόσμηση από έβενο. Τα δυο αυτά λαούτα μεταξύ τους έχουν
πολλές ομοιότητες όπως το κούρδισμα κατά πέμπτες [ντο, σολ, ρε, λα] από πάνω
προς τα κάτω. Στην Κρήτη, στην Κάρπαθο, στις Κυκλάδες και στην Ήπειρο όπου τα
συναντάμε, έχουν από τους εκτελεστές κυρίως μελωδικό ρόλο σε σχέση με άλλα
όργανα, κάτι μάλιστα που δεν συνηθίζεται να συμβαίνει καθώς πρόκειται ως επί το
πλείστον για συνοδευτικά όργανα.»
σε μέγεθος από το κρητικό, αλλά έχουν σχετικά κοινά υλικά κατασκευής. Δύο
ειδών ξύλα για τις ντούγες με τις ανοιχτές από παλίσανδρο και τις σγουρές από
κελεμπέκι. Μπράτσο συνήθως από φλαμούρι, καπάκι από έλατο και ταστιέρα,
χορδοδέτης και διακόσμηση από έβενο. Τα δυο αυτά λαούτα μεταξύ τους έχουν
πολλές ομοιότητες όπως το κούρδισμα κατά πέμπτες [ντο, σολ, ρε, λα] από πάνω
προς τα κάτω. Στην Κρήτη, στην Κάρπαθο, στις Κυκλάδες και στην Ήπειρο όπου τα
συναντάμε, έχουν από τους εκτελεστές κυρίως μελωδικό ρόλο σε σχέση με άλλα
όργανα, κάτι μάλιστα που δεν συνηθίζεται να συμβαίνει καθώς πρόκειται ως επί το
πλείστον για συνοδευτικά όργανα.»
Πολίτικο Λαούτο (Λάφτα)
«Για
το πολίτικο λαούτο ή λάφτα παρότι οι
πληροφορίες είναι γενικά λίγες
και συγκεχυμένες γνωρίζουμε πως σε σχέση με όλα υπόλοιπα ελληνικά λαούτα
(κρητικό, στεριανό, νησιώτικο), είναι ένα όργανο που απαντάται στην Τουρκία
καθώς εκεί γεννήθηκε και επηρεάστηκε από την αστική λαϊκή μουσική της
Κωνσταντινούπολης. Λέγεται μάλιστα πως έχει πιο στενή μουσική συγγένεια με το
ούτι, καθώς έχουν πιο πολλές ομοιότητες, ως προς την τεχνοτροπία, τις τεχνικές
παιξίματος αλλά και το ηχόχρωμα, παρά με τα υπόλοιπα λαούτα. Ανήκει στα
ασυγκέραστα όργανα και αυτό λόγω των μετακινούμενων μπερντέδων. Μικρότερο
σε μέγεθος και χαμηλότερο σε ένταση, η λάφτα έχει σπανίως συνοδευτικό ρόλο
και συχνότερα μελωδικό. Επίσης έχει 3 διπλές χορδές και μια μονή. Κουρδίσματα:
[λα, ρε, λα, ρε], και [λα, ρε, σολ, ντο], μουσική έκταση δυο οκτάβες και δυο νότες
και δυνατότητα παραγωγής των ασυγκέραστων κλιμάκων της βυζαντινής μουσικής.
Παίζεται με πένα – φτερό όπως και τα λαούτα του ελλαδικού χώρου. »
Γ.Σ
πηγή:...laouto.wordpress.comκαι συγκεχυμένες γνωρίζουμε πως σε σχέση με όλα υπόλοιπα ελληνικά λαούτα
(κρητικό, στεριανό, νησιώτικο), είναι ένα όργανο που απαντάται στην Τουρκία
καθώς εκεί γεννήθηκε και επηρεάστηκε από την αστική λαϊκή μουσική της
Κωνσταντινούπολης. Λέγεται μάλιστα πως έχει πιο στενή μουσική συγγένεια με το
ούτι, καθώς έχουν πιο πολλές ομοιότητες, ως προς την τεχνοτροπία, τις τεχνικές
παιξίματος αλλά και το ηχόχρωμα, παρά με τα υπόλοιπα λαούτα. Ανήκει στα
ασυγκέραστα όργανα και αυτό λόγω των μετακινούμενων μπερντέδων. Μικρότερο
σε μέγεθος και χαμηλότερο σε ένταση, η λάφτα έχει σπανίως συνοδευτικό ρόλο
και συχνότερα μελωδικό. Επίσης έχει 3 διπλές χορδές και μια μονή. Κουρδίσματα:
[λα, ρε, λα, ρε], και [λα, ρε, σολ, ντο], μουσική έκταση δυο οκτάβες και δυο νότες
και δυνατότητα παραγωγής των ασυγκέραστων κλιμάκων της βυζαντινής μουσικής.
Παίζεται με πένα – φτερό όπως και τα λαούτα του ελλαδικού χώρου. »
Γ.Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας