Είναι αξιαγάπητος, είναι σεμνός, είναι ο δάσκαλος.
Ο Αλέξανδρος Σπίτζινγκ ένας άνθρωπος με όραμα, που κατάφερε να κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό από μικρούς και μεγάλους, με μόνο όπλο του την σεμνότητα, την ακούραστη δουλειά του, το Μπουζούκι, το Λαούτο, και το Ούτι του.
Ένας δάσκαλος που με το "μαγικό του αυλό" οδήγησε παιδιά και μεγάλους στον κόσμο της μουσικής, στον κόσμο της παράδοσης, στον κόσμο της ευγενούς άμιλλας.
Όλοι στο νησί μας τον γνωρίζουν και έχουν ακούσει τον Αλέξανδρο και την ορχήστρα του την Εστουδιαντίνα, μια ιδιαίτερη ορχήστρα στην οποία συμμετέχουν παιδιά από 7 εως 70 χρονών... μια ορχήστρα που κάνει συναυλίες για ψυχαγωγικούς αλλά και φιλανθρωπικούς σκοπούς, μια ορχήστρα μέσα από την οποία τα παιδιά έμαθαν να αγαπούν και να σέβονται την μουσική μας παράδοση.
Ποιος είναι όμως ο Αλέξανδρος Σπίτζινγκ, «ο πιο Έλληνας από τους Έλληνες» όπως πάρα πολλοί επισημαίνουν;
Ο Αλέξανδρος που έκανε την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του;
Ας τον γνωρίσουμε λοιπόν καλλίτερα.
Αλέξανδρε ας ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με την εύλογη ερώτηση, που φαντάζομαι θα έχεις βαρεθεί να απαντάς. Πως βρέθηκες στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Αίγινα; Ποιο ήταν εκείνο το «κλικ» που οδήγησε τα βήματα σου σ’ αυτό τον τόπο;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Μόνιμα στην Ελλάδα ήρθα το 1988 αλλά είχαν προηγηθεί πολλαπλά ταξίδια, οι γονείς μου είναι φιλέλληνες, από ένα γερμανικό φιλελληνικό υπόβαθρο, και ερχόμαστε κάθε χρονιά στην Ελλάδα, σχεδόν κάθε χρονιά.
Το πρώτο ταξίδι που είχαμε έρθει στην Ελλάδα ήταν στην Αίγινα, νομίζω ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών και ήρθαμε στην Αγία Μαρίνα για καλοκαιρινές διακοπές, μπορώ να πω ότι από εκείνη την επίσκεψη είναι και οι πιο πολλές αναμνήσεις σαν παιδί, ίσως γιατί με είχαν εντυπωσιάσει πολύ…ξέρεις… το γαϊδουράκι, η θάλασσα, και βέβαια ένα που με εντυπωσίασε ακόμα πιο πολύ ήταν η μουσική.
Θυμάμαι τοτε, ότι είμαστε σε μια ταβέρνα που είχε και τζουκ μπόξ, και πάντα ερχόταν ένας άντρας ο οποίος χόρευε μάλλον ζεϊμπέκικο, και μάλιστα κάποια φορά με πήρε αγκαλιά και χόρευε ζεϊμπέκικο, ήμουν μικρούλης αλλά είναι μια από τις έντονες αναμνήσεις αυτή.
Αργότερα στην Ελλάδα είχα αρχίσει να έρχομαι και μόνος μου, με κάθε ευκαιρία, κάθε καλοκαίρι.
Τότε λοιπόν ήρθε η σύμπτωση. Δούλευα σε μια ταβέρνα στη Γερμανία και ο μαγαζάτορας ο Λευτέρης, άνοιξε ένα μαγαζί στην Αίγινα, το ξακουστό Bolero, έτσι κάθε χρόνο για τα επόμενα τρία χρόνια ερχόμουν στην Αίγινα και δούλευα πάνω από τρεις μήνες τα καλοκαίρια, και αυτό έγινε το σκαλοπάτι…
Είχα σκεφτεί από την προηγούμενη χρονιά να μείνω στην Ελλάδα, και όταν ήρθα το καλοκαίρι είχα μαζέψει και έφερα και τα πράγματα μου με σκοπό να μείνω μόνιμα.
Πάντα είχα τη σκέψη αν θα πάνε όλα καλά… και δεν πήγανε όλα καλά… αλλά τελικά ήθελα να μείνω και έμεινα, με δύσκολες στην αρχή οικονομικές συνθήκες, αλλά μετά πήγαν καλά τα πράγματα… και ήμουν καλά εδώ, πολύ καλά.
Θέλω να πω εδώ, πως ο Λευτέρης που ήταν ο ιδιοκτήτης του Συρτάκι στο Αμβούργο, και του Bolero στην Αίγινα, με στήριξε πάρα πολύ με τις μουσικές του γνώσεις.
Είναι καλός μουσικός, και με βοήθησε στο μπουζούκι ενώ ο ίδιος έπαιζε πιάνο και κιθάρα.. Θεωρώ πως ο Λευτέρης είναι εκείνος που μου άνοιξε το δρόμο στο μουσικό επάγγελμα, και με στήριξε στα πρώτα μου βήματα στην Ελλάδα.
Οι γονείς σου πως αντιμετώπισαν αυτή την απόφαση σου να μείνεις στην Ελλάδα δεδομένου, ότι και οικονομικά οι μουσικοί δεν θεωρούνται καλά αμειβόμενοι..
ΑΛΕΞ: Α.. όχι, τότε ήταν αλλιώς, τότε ήταν καλά αμειβόμενοι…Βέβαια δεν είχα δουλέψει ποτέ στα μεγάλα μεροκάματα, πάντα διάλεγα να δουλεύω σε δουλειές που…εντάξει όχι πάντα μου αρέσανε… αλλά δούλευα με συναδέλφους που περνούσαμε καλά, και τότε δουλεύαμε πολλές μέρες, υπήρχε πολύ δουλειά, ήταν η χρυσή εποχή της μουσικής.
Οι γονείς μου δεν αντιμετώπισαν ποτέ τη μουσική με καχυποψία, τα επαγγέλματα της οικογένειας ήταν ας πούμε «ελεύθερα» επαγγέλματα.
Ο πατέρας μου είναι συγγραφέας, η μητέρα του ήταν χορεύτρια και γυμνάστρια, χόρευε μπαλέτο, μετά δίδασκε γυμναστική, σε μια πόλη της στο νότο της Γερμανίας το Μπάμπερκ, ήταν ανεξάρτητη.
Η αδελφή μου φτιάχνει ταινίες ντοκιμαντέρ, όλα αυτά τα επαγγέλματα έχουν μια καλλιτεχνική ρίζα,μια επαγγελματική ελευθερια, γι’ αυτό και ποτέ οι δικοί μου δεν είχαν την αντίληψη της μόνιμης δουλειάς.
Είχαν βέβαια μια ανησυχία που ήμουν εδώ και είχα αφήσει πολλά πράγματα στη Γερμανία, όμως επειδή αγαπούσαν την Ελλάδα δεν είχαν πρόβλημα και είχαν πάντα τη διάθεση να βοηθήσουν, έφτιαξαν και ένα σπίτι στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Αίγινα.
Έτσι η σχέση με την Αίγινα έγινε συνεχόμενη. Είχα πάρα πολλούς φίλους στην Αίγινα, η πρώτη μου γυναίκα είχε σπίτι στην Αίγινα, υπήρχε στη ζωή μου πάντα μια αναφορά στην Αίγινα.
Θα μπορούσες να το πεις κάρμα;
ΑΛΕΞ: Παρότι δεν είμαι άνθρωπος που πιστεύω σε αυτά, θα μπορούσα να πω ναι…πως θα μπορούσε να είναι έτσι…
ΑΛΕΞ: Ναι, είναι και αυτό ένα κομμάτι της δουλειάς μου, που με εκφράζει και το αγαπώ.
Γράφω μουσική και τραγούδια σε στίχους διαφόρων άλλων αλλά και δικούς μου.
Πες μας μερικούς τίτλους από τα cd που έχεις ηχογραφήσει..
ΑΛΕΞ: ΙΚΑΡΙΑ ΜΕΘΕΞΙΣ (δική μου επιμέλεια σε Ικαριώτικα τραγούδια με τον Λευτέρη Πούλη (Σκάντζακας)
ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ (δικά μου τραγούδια , με φιλική συμμετοχή Μιλτιάδη Παχαλίδη και Χρυσούλας Κεχαγιόγλου)
Ζωντανή ηχογράφηση ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ (από συναυλίες στη Γερμανία με Χριστίνα Μέτσικα και Μαρία Σταυριανουδάκη)
Ήμουν μέλος της ομάδας ΚΟΡΑΞ και συμμετείχα έχοντας και την επιμέλεια των τριών μας άλμπουμ: Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ, ΤΑ ΑΝΗΣΥΧΑ ΧΡΟΝΙΑ,
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ..
Έχω συνθέσει το σήμα της Ικαριακής Ραδιοφωνίας
και συμμετέχω ως μουσικός σε κάποιες δισκογραφικές δουλειές και σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Το πρώτο όργανο που έπιασες ποιο ήταν;
ΑΛΕΞ: Το πρώτο όργανο που έπιασα στα χέρια μου ήταν η κιθάρα. Έκανα μαθήματα κλασσικής κιθάρας, ήμουν οκτώ εννέα χρονών και πήγα να μάθω μαζί με τον καλλίτερο μου φίλο από το δημοτικό.
Είχαμε μια δασκάλα μουσικής η οποία τα Χριστούγεννα, μας έβαλε τραγούδια χριστουγεννιάτικα, που ήταν πιο δύσκολα από τα συνηθισμένα, κι εγώ δεν τα ήξερα καλά. Τότε εκείνη μου είπε πως δεν είχα ταλέντο και μάλλον να μην ασχοληθώ με τη μουσική, και κράτησε μόνο το φίλο μου ως μαθητή. Εγώ γύρισα κλαίγοντας με λυγμούς και ήταν για μένα ένα παιδικό τραύμα που με έκανε να απομακρυνθώ πολλά χρόνια από τη μουσική. ‘Ομως τώρα πιστεύω ότι ήταν μια εμπειρία αρνητική μεν, αλλά πολύ ωφέλιμη για μένα , για σήμερα σήμερα στη διδασκαλία μου.
Είναι τόσο απρόβλεπτη η ανάπτυξη ενός παιδιού που δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο, μια απόρριψη δηλαδή. Το βλέπω στους μαθητές μου, βλέπεις καμμιά φορά ένα μαθητή που δεν πάει καθόλου καλά τον πρώτο χρόνο, και ξαφνικά είναι σαν να γυρνάς ένα κουμπί και όλα βελτιώνονται.
Ήτανε κάποιος σε μια ταβέρνα στη Γερμανία στην οποία δούλεψα αργότερα, ένας μπουζουξής δούλευε εκεί και τον ρώτησα αν μπορούσε να μου κάνει μαθήματα, μου είπε εντάξει, και μου είπε να πηγαίνω Κυριακή. Πήγα εγώ την Κυριακή… κρύο χειμώνας… χτυπάω την πόρτα, τίποτα, κοιμότανε.
Πάω την άλλη Κυριακή τα ίδια, με έστησε δυο τρείς φορές ώσπου κάποια στιγμή τον πέτυχα, μου άνοιξε, πήγα μέσα, μου λέει έλα να σου δείξω, τι θέλεις να μάθεις μερικά τραγούδια ή μπουζούκι; Κανονικά μπουζούκι του λέω εγώ… ωραία πιάσε εδώ, πιάσε εδώ… Αυτό είναι το ρε μινόρε… Αυτό φτάνει για σήμερα…
Αυτό ήταν το μάθημα, οπότε λέω μάταιος κόπος κι έτσι αποφάσισα να προσπαθήσω μόνος μου.
Στην αρχή ήμουν αυτοδίδακτος και έπαιζα σε μαγαζί εντελώς αυτοδίδακτος.
Όταν ήλθα στην Ελλάδα έψαχνα να βρω καλό δάσκαλο για μπουζούκι,
άκουσα για το Θέμη Παπαβασιλείου ο οποίος είναι εξαιρετικός και αναγνωρισμένος δάσκαλος, έχει βγάλει πάρα πολλά μπουζούκια επαγγελματίες παίχτες.
Εμένα όμως μου άρεσε πάντα η παραδοσιακή μουσική, οπότε έκανα παραγγελία κι ένα λαούτο, και άρχισα να ασχολούμαι, αλλά για κάποιο λόγο ενώ έπαιζα δεν είχα την ευκαιρία, και δεν είχα ποτέ κύκλωμα μουσικών για να το εξασκώ, και δεν εύρισκα και δάσκαλο.
Κάποια στιγμή δούλευα σε ένα κρουαζιερόπλοιο με το οποίο πιάσαμε και Τουρκία, και εκεί αγόρασα ένα Ούτι, και όταν γύρισα στην Ελλάδα, βρήκα τον Χρήστο Τσιαμούλη που μου έκανε μαθήματα δυο χρόνια. Είναι γνωστό όνομα , είναι από τις Δυνάμεις του Αιγαίου και εξαιρετικός δάσκαλος.
Και από τους δύο αυτούς δασκάλους έχω ότι καλλίτερο μπορώ να πω.
Ήμουν πολύ τυχερός που τους είχα δασκάλους.
Δεν συνέχισα όμως για πολλά χρόνια τα μαθήματα, και για πρακτικούς λόγους, επειδή έπρεπε να πηγαίνω μεγάλες αποστάσεις, αλλά και επειδή πάντα έχω την αναζήτηση να ψάχνω μόνος μου άλλα πράγματα.
Επίσης έκανα μαθήματα κλαρίνου σε ωδείο. Παίζω κλαρίνο αλλά δεν το εξασκώ πολύ πια.
Έχω επίσης πτυχίο βυζαντινής μουσικής και Ειδικό Αρμονίας, όπως επίσης έχω σπουδάσει Μουσικολογία στο πανεπιστήμιο της Γερμανίας.
Με την παράδοση και την παραδοσιακή μουσική πως «κόλλησες;» γιατί φαντάζομαι αυτά τα ακούσματα δεν τα είχες.
ΑΛΕΞ: Αυτό ξεκίνησε πρώτα με τους Ελληνικούς χορούς.
Είχε σχέση πάλι με το ότι ήμασταν φιλέλληνες, και κάθε χρόνο στο Αμβούργο η Ελληνική κοινότητα έκανε δύο χορούς, οι οποίοι ήταν ανοιχτοί στους ξένους, επίσης στους χορούς υπήρχαν πολλά μικτά ζευγάρια Ελληνίδες που είχαν παντρευτεί Γερμανούς και το αντίθετο.
Οι χοροί αυτοί γίνονταν σε μεγάλες αίθουσες, ωραία, με ελληνική ορχήστρα.
Το πρόβλημα ήταν, ότι οι Γερμανοί σύντροφοι δεν ήξεραν να χορεύουν, προσπαθούσαν λίγο, κατσικοχορεύανε και βαριόντουσαν, κι επειδή έτσι γινόταν ένα μεγάλο χάος, σκέφτηκε η τότε πρόεδρος της κοινότητας να κάνει μαθήματα ελληνικών χορών, κυρίως αρχικά για Γερμανούς, ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτές τις εκδηλώσεις.
Αυτό είχε πολύ μεγάλη ανταπόκριση, θυμάμαι πήγα κι εγώ, είμαστε στην αρχή πενήντα εξήντα άτομα, με δασκάλους το Δημήτρη και την Ουρανία, και μας δείξανε καλαματιανό χασαποσέρβικο.
Θυμάμαι σε μια μεγάλη εκδήλωση εκεί στις 25 Μαρτίου που κάναμε για την Εθνική Επέτειο και χορέψαμε τότε τον πρώτο μας χορό που ήταν Χασάπικο… να δείξουμε τι μάθαμε… και μάλιστα ο δάσκαλος μάς έβαλε σε δύο τεράστιες σειρές για να χορέψουν όλοι, κι ενώ ο χορός ήταν αρκετά επίσημος και ντυνόντουσαν πολύ καλά, ξαφνικά από τον ενθουσιασμό τους και τη χαρά τους που οι Γερμανοί είχαν μάθει Ελληνικούς χορούς πετούσαν από τον εξώστη πιάτα! Δηλαδή το θεωρούσαν τόσο μεγάλη τιμή οι Γερμανοί να χορεύουν Ελληνικούς χορούς που ενθουσιάστηκαν.
Ήταν ο πρώτος μεγάλος χορός που χορέψαμε, και στο τέλος θυμάμαι συγκίνηση, αγκαλιές φιλιά…
Όταν έγινα δεκαοχτώ , τα ταξίδια μου στην Ελλάδα δεν ήταν πλέον μόνο διακοπές.
Πήγα στη Θράκη να μάθω χορούς από τους μεγάλους ανθρώπους, από συγκροτήματα, από τους ντόπιους, πήγα στη Μακεδονία, στη Φλώρινα, στην Έδεσσα, βρισκόμουν σε μια διαρκή αναζήτηση μαθαίνοντας και ηχογραφώντας ταυτόχρονα σε μπομπίνες τότε τις μουσικές.
Πήγα στις Κυκλάδες, την Κάρπαθο, μαθαίνοντας τους χορούς και ηχογραφώντας με απώτερο σκοπό τη διδασκαλία την οποία είχα ήδη αναλάβει.
Είχα παθιαστεί με αυτό, και πήγαινα εκτός από τους χορούς αυτούς τους Ελληνικούς, και στους χορούς των Ποντίων, γιατί στη Γερμανία έχουμε πολλούς συλλόγους Ποντίων, οπότε πήγα στο σύλλογο εκεί και έμαθα και τους ποντιακούς χορούς.
Μετά από τρία χρόνια στα μαθήματα αυτά είχαν αρχίσει να έρχονται πολλοί Έλληνες, και κάθε μάθημα εξελισσόταν σε ένα μικρό γλέντι, και μετά πηγαίναμε στις ταβέρνες, και είχαμε ολοένα και περισσότερους Έλληνες που ήταν δεύτερης γενιάς και δεν ήξεραν να χορεύουν.
Να φύγουμε λοιπόν από τη Γερμανία, και να έλθουμε στην Αίγινα.
Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες ήρθες στην Αίγινα... για να μείνεις;
ΑΛΕΞ: Αυτό έγινε αρκετά μετά. Όταν αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα η αρχική μου πρόθεση ήταν να πάω στην Κρήτη, αλλά τελικά δεν πήγα σχεδόν ποτέ στην Κρήτη, πάντα είχα την επαφή με την Αίγινα, ερχόμουν συχνά, αρκετά συχνά γιατί δούλευα.
Στην Αίγινα πρώτη δουλειά ήταν το Bolero, μετά συνέχισα και σε άλλα μαγαζιά, δούλευα και στα Αστέρια και στο Μινόρε, τα καλοκαίρια, αλλά μετά δεν είχε συνέχεια.
Ήμουν στην Αθήνα… άλλα μαγαζιά, άλλους φίλους… μετά άρχισα να δουλεύω στα νησιά.
Αγαπημένο νησί η Αμοργός και ιδιαίτερα η Ικαρία, όπου πήγαινα πολλά χρόνια εκεί στα πανηγύρια.
Με την Αίγινα υπήρχε πάντα η φιλική επαφή, μέχρι που το 2000 έφτιαξε η μητέρα μου το σπίτι στην Αίγινα.
Πριν από αυτό ερχόμουν τακτικά στην Αίγινα στα πεθερικά μου.
Μετά από το χωρισμό αποφάσισα να έλθω στην Αίγινα, κάτι που ήδη είχα στο μυαλό μου από τότε που είχαμε το σπίτι στην Αίγινα και ήταν πλέον μια ευκολία.
Έτσι εύρισκα συστηματικά δουλειές στην Αίγινα.
Δούλεψα πρώτα στο Χαγιάτι, (που τώρα είναι το Τσακ Μαμ), και για αρκετά χρόνια δούλευα στο Κυβερνείο που ήταν μια πολύ καλή ωραία δουλειά, με ωραίους συναδέλφους, δεν ήταν ταβέρνα, ήταν νυχτερινή μουσική σκηνή πάρα πολύ ωραία και εκεί, και οι εργοδότες και στα δύο μαγαζιά εξαιρετικοί άνθρωποι και φίλοι
Επειδή είχα πάρει την απόφαση μου να μείνω στην Αίγινα... το ήθελα πολύ... εκτός από δουλειές στα μαγαζιά άρχισα να δικτυώνομαι και με τη διδασκαλία. Όταν κάποια στιγμή οι νυχτερινές δουλειές στην Αίγινα άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά , μου αρκούσαν τα μαθήματα, και κάποια live που έκανα στα μπαράκια, οπότε ερχόμουν τρείς τέσσερις μέρες, και έκανα μαζεμένα τα μαθήματα.
Πριν έξη χρόνια ήρθα μόνιμα διευρύνοντας τα μαθήματα και τις εμφανίσεις .
Από τη συμμετοχή σου στην μικρή κοινωνία της Αίγινας, δεδομένου ότι στις μικρές κοινωνίες οι «ξένοι» στην αρχή είναι πάντα «ξένοι» υπάρχει κάτι που θυμάσαι; Κάποια πικρή στιγμή ίσως; Ή δεν υπήρξε ποτέ κάποια πικρή στιγμή;
ΑΛΕΞ: Ποτέ! Δεν ξέρω... αυτό το λένε οι ίδιες οι μικρές κοινωνίες για τον εαυτό τους, ότι είμαστε έτσι, είμαστε αλλιώς, έτσι είναι παντού όλες οι μικρές κοινωνίες με τα καλά τους και τα κακά τους, σε όλο τον κόσμο, προσωπικά εν έχω ποτέ εισπράξει κάτι αρνητικό για να πω την αλήθεια. Ίσως γιατί κι εγώ δεν είμαι σε τίποτα υπερβολικός, είμαι βέβαια κοινωνικός αλλά περιορίζομαι στα ενδιαφέροντα μου. Ειλικρινά θα πω ότι και πέρα από το ότι αγαπώ την Αίγινα, ένας από τους λόγους που ήρθα να μείνω και να δουλέψω εδώ ήταν πως οι συνθήκες δουλειάς εδώ, δεν ήταν πάντα τέλειες αλλά ήταν πολύ καλλίτερες από την Αθήνα, τα μαγαζιά καλλίτερα στο φαγητό τους, στη συνεργασία, στην πληρωμή, ήταν πάντα «κύριοι» εδώ, δεν έχω να θυμηθώ κάτι άσχημο…
Και τώρα μίλησε μας για την «Εστουδιαντίνα»
ΑΛΕΞ: Αυτό είναι από τα πράγματα που όπως λέμε προκύπτουν.
Εκείνα τα χρόνια ξεκινήσα τα μαθήματα στο Κέντρο Νεότητας της Μητρόπολης, στη σχολή παραδοσιακής μουσικής όπου υπεύθυνος ήταν ο Θανάσης Ανδρεάδης.
Η πρώτη μας παρουσίαση των οργάνων έγινε μαζί με τη ΜΟΥΣΑ στην αυλή της σχολής, όπου υπήρξαν κάποιες δυσκολίες κυρίως στο φωτισμό, και κάποια παιδιά που παίζανε π.χ σαντούρι δεν έβλεπαν τις νότες, δεν έπαιξαν καλά, και είχαμε κλάματα, και αυτό μου έφερε μεγάλη στεναχώρια.
Όλο αυτό με το κάθε παιδάκι να παίζει μόνο του με το τράκ του, και όλα το ίδιο κομμάτι… δεν μου άρεσε καθόλου, οπότε αποφάσισα την άλλη φορά να γίνει κάτι πιο ομαδικό, δεν είχα στο νου μου ορχήστρα.
Έτσι ξεκινήσαμε όλοι μαζί, μαθαίνοντας ένα τραγούδι σαν ομάδα και όταν αυτό πήγε πολύ καλά, το συνεχίσαμε με δεύτερο τραγούδι και τρίτο…και στην επόμενη επίδειξη είμαστε μια ομάδα που παίξαμε έξη τραγούδια με όλα τα όργανα μέσα, μπουζούκια, λαούτο, σαντούρια, κ.λ.π
Αυτό συνεχίστηκε, άρχισαν μάλιστα να έρχονται και επαγγελματίες μουσικοί ζητώντας να μπουν στην ομάδα μας, υπήρχε μεγάλη αποδοχή και ενθουσιασμός.
Άρχισαν να μας καλούν, πήγαμε στο Φεστιβάλ φυστικιού με τρία τραγούδια στην αρχή, και πηγαίναμε σε πολλές εκδηλώσεις.
Στη συνέχεια για οργανωτικούς λόγους και επειδή είχαμε γίνει πολλοί αποφασίσαμε να κάνουμε τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο «Εστουδιαντίνα» οπότε η στέγη μας δεν ήταν πια το Κέντρο Νεότητας της Μητρόπολης που μας φιλοξενούσε αρχικά και την ευχαριστούμε πάντα γι΄ αυτό.
Αυτό που θεωρώ ότι είναι χαρακτηριστικό, μου αρέσει και το επιδιώκω πάντα, είναι ότι δεν ήθελα ποτέ να είναι απλά μια ορχήστρα παιδιών, όπως είναι κάποιες σχολικές ορχήστρες… και επειδή υπάρχουν στην κοινωνία ομάδες που αποκλείονται η μία από την άλλη μεταξύ τους, από την ορχήστρα δεν αποκλείεται καμία ηλικία και κανένα παικτικό επίπεδο. Φυσικά πάντα το χειρίζομαι με ένα τρόπο για να υπάρχει ισορροπία.
Ο πυρήνας φυσικά είναι πάντα τα παιδιά και όσο και αν η ομάδα παικτικά έχει προχωρήσει, πάντα υπάρχει χώρος για τους καινούργιους, τους νέους, τους αρχάριους, έστω για ένα κομμάτι που το παίζουν καλά.
Υπάρχει απόλυτος σεβασμός, ομαδική συμπεριφορά, και αρμονική συνύπαρξη, δεδομένου ότι έχουμε στην ορχήστρα παιδιά από 9 χρονών μέχρι 70. Θα πω εδώ (χαριτολογώντας) ότι τα πιο δύσκολα παιδιά είναι τα μεγάλα…
Με την Εστουδιαντίνα έχουμε κάνει εκδρομές , έχουμε κάνει συναυλίες στην Ικαρία, και πιστεύουμε πως όταν θα τελειώσει όλο αυτό που συμβαίνει τώρα, να συνεχίσουμε πιο δυναμικά, να αποκτήσουμε δικό μας χώρο, να κάνουμε ταξίδια και ότι καλλίτερο μπορούμε.
Τώρα λόγω του lockdown, αναγκαστικά , επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε πρόβες ομαδικές, πήραμε μια άδεια από το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας να κάνουμε κάποιες πρόβες με τα έξη άτομα που επιτρέπονται και με υγειονομικές τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, και έχουμε κάνει ένα μικρότερο σχήμα εντός της Εστουδιαντίνας το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με τα Αιγινίτικα παραδοσιακά τραγούδια.
Είναι αναπόσπαστο μέρος της Εστουδιαντίνας και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να λειτουργήσει η μία εις βάρος της άλλης.
Είναι μια θετική πρωτοβουλία, που οι εποχές μας δείχνουν ότι έπρεπε να γίνει έτσι και αλλιώς. Είναι μια ομάδα έξη ατόμων που παίζει αποκλειστικά τα ξεχασμένα Αιγινίτικα τραγούδια , που τα περισσότερα από αυτά μας τα δείχνει ο Μητσάρας, που είναι καταπληκτικός και πάντα πρόθυμς, οπότε είναι και αυτός δάσκαλος με το δικό του τρόπο, όχι μόνο εγώ… περνάμε πολύ καλά και πιστεύω πως γίνεται κάτι που έπρεπε να γίνει…
ΕΡΩΤ: Πότε θα ακούσουμε αυτή τη δουλειά;
ΑΛΕΞ: Προγραμματίζουμε μια διαδικτυακή εμφάνιση ίσως στα μέσα Απριλίου, γιατί συνεχίζουμε τις πρόβες… είναι άγνωστο το υλικό ακόμα και για μένα… και στη συνέχεια ότι οι καιροί μας επιτρέψουν.
Ασφαλώς θα κάνουμε εμφάνιση στο κοινό μαζί με την Εστουδιαντίνα... και να σας πω επί τη ευκαιρία ότι ετοιμάζουμε μέσα στο καλοκαίρι το δεύτερο μουσικό Φεστιβάλ Αιγινίτικων Συγκροτημάτων…
Το πρώτο το είχαμε κάνει πέρυσι το Φεβρουάριο με τη συμπαράσταση της ΚΕΔΑ.
Η σκέψη είναι αυτό το Φεστιβάλ να γίνει στην περιφέρεια και όχι στο κέντρο της Αίγινας.
Ευελπιστούμε και θα προσπαθήσουμε πάρα πολύ να γίνει….
Έτσι και αλλιώς δεν πρόκειται να μείνουμε ποτέ χωρίς στόχους, και… ενδεχομένως να ακούγονται όλα πολύ «ρόδινα» αλλά ναι…είναι!
Σε ότι αφορά αυτό το συγκρότημα, γιατί δεν είναι μόνο το συγκρότημα είναι και ο σύλλογος, που είναι μια πολύ επιτυχημένη ομάδα συνεργασίας, και όλο το ΔΣ είναι άνθρωποι με όραμα, υπάρχει ενθουσιασμός και σε ότι αποφασίζουμε να κάνουμε γίνεται υπεύθυνη και καλή δουλειά, και αυτό το επισημαίνω γιατί γνωρίζω προβλήματα στους συλλόγους και από τη Γερμανία, και αυτό που υπάρχει στη δική μας ομάδα είναι πολύ ωραίο.
Και μια τελευταία ερώτηση σχετικά με τα μαθήματα από το σύλλογο σας.
ΑΛΕΞ: Αυτή τη στιγμή γίνονται, διαδικτυακά βέβαια προς το παρόν, τα έγχορδα, Μπουζούκι τρίχορδο και τετράχορδο, Μπαγλαμάς, Λαούτο, Ούτι.
Είχαμε και κιθάρα πέρυσι αλλά λόγω συνθηκών έχει σταματήσει. Αλλά όταν με το καλό τα πράγματα αλλάξουν, θα έχουμε στο σύλλογο τη δυνατότητα και για άλλα παραδοσιακά όργανα ανάλογα με την επιθυμία για μάθηση.
Υπάρχει περιορισμός ηλικιακά για να μάθει κάποιος ένα μουσικό όργανο;
ΑΛΕΞ: Θεωρώ πως από επτά και πάνω είναι μια καλή ηλικία να ξεκινήσει ένα παιδί με τα συγκεκριμένα όργανα… Όσο για τους μεγαλύτερους υπάρχει μια προκατάληψη , τους κοροϊδεύουν κάποιοι, σε τέτοια ηλικία όργανο; Και γιατί όχι;
Κλείνοντας θα πω ότι, ποτέ δεν είναι αργά για κανένα να μάθει κάποιο όργανο. Έχω μαθητές μεγάλης ηλικίας που είναι πολλοί καλοί, και που συμμετέχουν μάλιστα και στην ορχήστρα. Όλες οι ηλικίες είναι ευπρόσδεκτες στη σχολή μας...
Ευχαριστώντας τον Αλέξανδρο που μοιράστηκε μαζί μας κομμάτια από τη ζωή του θα κλείσω με τη ρήση του William Arthur:
Ο μέτριος δάσκαλος μιλάει. Ο καλός δάσκαλος εξηγεί.
Ο εξαιρετικός δάσκαλος δείχνει. Ο μεγάλος δάσκαλος εμπνέει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας