ΣΠΥΡΟΣ: Τον προπάππο μου τον ήξερες;
ΜΗΤΣΑΡΑΣ: Τον κυρ Μήτσο; ε.. πως δεν τον ήξερα.
ΣΠΥΡΟΣ:Τι έπαιζε; θυμάσαι τι όργανο έπαιζε;
ΜΗΤΣ: Έπαιζε, έπαιζε.... μια φορά ρε συ του κάνανε πλάκα. Είχαμε πάει σ' ένα γάμο, ήταν ανιψιός του ο γαμπρός, και τον είχε πάρει, και του είχε πει μπάρμπα θάρθεις.. Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος είχε ένα βιολί και τόβαζε εδώ (στον ώμο) όχι εδώ (σαγόνι), και το κουρδιζε πολύ χαμηλά.
ΣΠΥΡΟΣ: Ήξερε να παίζει;
ΜΗΤΣ: Ε..ήξερε, αυτό που έπαιζε, ας μπορούσε να το παίξει κι άλλος, ο άνθρωπος διασκέδαζε την παρέα του, μια μέρα έτσι έγινε με κάποιον, του λέω εσύ μπορείς να το κάνεις; λέει όχι, τότε γιατί τον κατηγοράς ρε μάστορη; του καθενός η τέχνη είναι σεβαστή, αυτό ξέρει αυτό κάνει ο άνθρωπος...
ΣΠΥΡΟΣ: Τι τραγούδια έπαιζε δηλαδή;
ΜΗΤΣ: Τα πάντα, ρε παιδί μου τότε δεν παίζανε άλλα από συρτά και καλαματιανά, μετά με το ράδιο, που ήρθαν οι Κονιτοπουλαίοι εδώ, αλλάξανε λίγο. Τότε χορεύανε συρτά , και καλαματιανά. Και τώρα το συρτό που χορεύουνε κανένα παιδί δεν ξέρει να χορέψει... στους συλλόγους είναι μηχανικά, εγώ θυμάμαι η μάνα μου, όλο το σόι μας που χορεύαμε, και χορεύανε όλοι τους στο χωριό εδώ που ήταν όλοι αρβανίτες, το συρτό ήτανε σαν καγκέλι, σταυρωτός ο συρτός, καμία σχέση με τώρα, είχανε ψυχή τότε και χορεύανε οι άνθρωποι, και λέγανε καμιά φορά, που να χορέψουμε με τους κατσαπλιάδες τους Σφεντουριώτες; ή τους Κερκέζους τους Περδικιώτες που σαλτάρουν πάνω στις πέτρες (γελάει). Το πιο ωραίο Καλαματιανό που έχω δει στην Αίγινα να χορεύουνε... έχω δει την Άννα τη Ρόδη με την Ελένη τη Ρόδη. Ελένη Ρόδη Κοκώλη,δύο αδελφές, χορέψανε κάποτε σ ένα γάμο μεσ' το μαγαζί τους, ήταν αστέρια, δεν έχω ξαναδεί άλλον να χορεύει έτσι στην Αίγινα. Λοιπόν πάμε πάλι στον μπάρμπα κυρ Μήτσο. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και παίζαμε με τον Γιώργο το Μόρτη, και του λέει ένας γείτονας ο Φανούρης, αυτός ο Φανούρης έφτιανε βιολιά. Ήτανε ανάπηρος πολέμου και πολεμούσε κι έφτιανε βιολιά, με τα ψέμματα , αλλά ήταν σωστά ωραία όργανα, υπάρχει ένα όργανο ακόμα από αυτά, το έχει ο ανιψιός του ο Νότης ο Μούρτζης, αυτός που έχει το Ρεμέτζο...Με τέτοιο βιολί έμαθα κι εγώ, του κόλλαγα, τόχε σ΄ενα μπαούλο ο άνθρωπος αλλά, δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί ήταν φθισικός. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και του λέει ο Φανούρης ρε μπάρμπα κυρ Μήτσο ριγκι ριγκι με την τηγανίτα σου, (ήταν στρογγυλό το βιολί), τι πα να παίξεις κι εσύ; παρεξηγήθηκε ο μπάρμπα κυρ Μήτσος, λέει γαμώ τη πα... να μου πει έτσι; ωχ το κέρατο μου.. Αγριεύτηκε ο μπάρμπα Μήτσος σηκώθηκε κι έφυγε.
ΣΠΥΡΟΣ: Ήταν ο προπάππος μου.
ΜΗΤΣ: Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος κι ο παππούς μου ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου με τη γιαγιά σου τη Χριστίνα ήταν δεύτερα ξαδέλφια. Στο Σφεντούρι. Ήταν του μπάρμπα Μιχάλη του Μπόγρη παιδιά. Ο μπάρμπα Μιχάλης με τον προπάππου μου τον Σωκράτη ήτανε αδέλφια. Προσφάτως δηλαδή πριν το 1800 (γελάει) ο αδελφός μου με λέει ποντικοφυλάκειο. “κάτσε, λέει, να πάρουμε το ποντικοφυλάκειο στην Αίγινα να μας πει”..(γελάει)
ΑΛΕΞ: Πες μας για σένα. Ένα σύντομο βιογραφικό, που γεννήθηκες, πως άρχισες τη μουσική, τι κάνεις γενικότερα...
ΜΗΤΣ: Γεννήθηκα 2/1/του 73.. Δημήτρης Μπόγρης του Σωκράτη και της Βασιλικής... αλλά όλοι χορεύανε και τραγουδάγανε κι απ' τα δύο σόγια, και του πατέρα μου και της μάνας μου.
ΑΛΕΞ: Που γεννήθηκες;
ΜΗΤΣ: Εδώ, στην Πέρδικα. ΄Επαιζε ο μπάρμπας μου ο Παντελής βιολί, έπαιζε κι ένας αδελφός του μπάρμπα κυρ Μήτσου ο Αναστάσης ο Μπόγρης, ο Τάσος ο Μπόγρης ο Μποχώρης
ΑΛΕΞ: Μιλάμε για το γνωστό Μποχώρη; που έχουν γραφτεί στίχοι;
ΜΗΤΣ: Μιλάμε για βιολάτορα, τρομερός, γιάτο; το λέω και ανατριχιάζω.....ο μπάρμπα Τάσος, του λέγανε να μας παίξει το Μποχώρι, το τραγούδι, “άντε του καημένου του Μποχώρη”, παίξε μας το Μποχώρη παίξε μας το Μποχώρη του έμεινε το Μποχώρης. Ο άνθρωπος ήτανε βιολάτορας κι έπαιζε με τον αδελφό του το Βαγγέλη το Μπόγρη λαούτο, και τι έγινε όμως...αυτός ο άνθρωπος 32 χρονών, είχαν βρει τα πιτσιρίκια κάνες από το οχυρό, και δεν ξέρω πως τις γιομίσανε τι είχανε κάνει ,μια εφεύρεση, και έκανε μπαμ... Τώρα πως έγινε δεν ξέρω, σαν το κλειδί που το βάζαμε μεσ' τα σπίρτα και το κοπανάγαμε με την πρόκα κάτι τέτοιο.... και πήγαινε που λες με τα ψάρια στα χέρια ο Βαγγέλης ο λαουτιέρης, με τα ψάρια στο χέρι από την τράτα, και ξυπόλητος, είχε έρθει από το καϊκι, και όπως σημαδεύανε τα πιτσιρίκια εκεί τους λέει “ ρε μουλάρια τι κάνετε εκεί; έλα δω ρε να σας δείξω πως σημαδεύουνε," και με το μπαμ που ακούστηκε, του μπήκε από εδώ (πλάι στο μάτι) ,και του βγήκε από δω (πίσω από το κεφάλι) , και τον άφησε ακαριαία με τα ψάρια στα χέρια ,απόξω στην αυλή του αδελφού του, κι από τότε δεν ξανάπαιξε ο μπάρμπα Τάσος.
ΑΛΕΞ: Εσύ τι παρατσούκλι έχεις;
ΜΗΤΣ: Χα.χα, “Κατσικά” με λέγανε εμένα, κατσίκες δεν είχα ποτέ μου, αλλά με έπαιρνε από πίσω η κατσίκα της Στέλλας και με λέγανε “κατσικά”. Όλοι όμως με ξέρουνε Μητσάρα.
ΑΛΕΞ: Πες μας με τη μουσική πως ξεκίνησες;
ΜΗΤΣ: Έπαιζε ο μπάρμπας μου. Όλη μέρα τραγούδια άκουγα, ο πατέρας μου τραγούδαγε , η γιαγιά μου τραγούδαγε, η μάνα μου τα ίδια, ήτανε όλοι καλλίφωνοι.
ΑΛΕΞ: Θέλεις να μας πεις κάτι για τον μπάρμπα σου; Μερικά στοιχεία;
ΜΗΤΣ: Και αυτός είχε μάθει από τον Μποχώρη αλλά.. .
ΑΛΕΞ: Πως τον λέγανε;
ΜΗΤΣ: Παντελής, Παντελής Αμάφης. Αυτός είχε καταγωγή από Ιταλία, αδελφός της μάνας μου. Αμάλφι ήταν κανονικά, Αμάλφης έγινε εδώ. Ε.. έπαιζε βιολί, αλλά έπαιζε βιολί.... δεν το παράτησε, εγώ το παράτησα.
ΑΛΕΞ: Ποια ηλικία ήταν τότε περίπου;
ΜΗΤΣ: Αυτός ήταν γεννηθείς το 32 με 33, 1933, το 35 ήταν η μάνα μου.. Πέθανε το 2005.
ΑΛΕΞ: Ήξερε μουσική;, νότες;
ΜΗΤΣ:Εκείνος ήξερε πολλά πράγματα, ήξερε νότες, ήξερε δρόμους.
ΑΛΕΞ: Είχε πάει σχολείο;
ΜΗΤΣ: δεν ξέρω αν είχε πάει σχολείο, και βιολί είχε καλό, ακόμα υπάρχει αλλά θάχει διαλύσει μέσα στην υγρασία τόσα χρόνια.
ΑΛΕΞ: Που είναι αυτό το βιολί;
ΜΗΤΣ: Το βιολί το έχει η θεία μου, ο ξάδελφος μου, και του Μποχώρη το βιολί υπάρχει, και αυτό Στραντιβάριους είναι, του 1753 του θείου μου καλό βιολί καρυδιά, και το άλλο του Μποχώρη είναι σαν τσιγγάνικο βιολί, είναι σκαλιστό, έχει σκαλιστή τριανταφυλλιά πίσω στα κλειδιά από τη μια πλευρά και από την άλλη, και από κάτω είναι με κύκλους, έχει δυο σταφύλια θυμάμαι, αλλά ήταν βιολί όμως. Το έχει ο ανιψιός του, ο γυιός του λαουτιέρη, ο Γιάννης ο Μπόγρης.
ΑΛΕΞ: Άρα όλοι γύρω σου παίζανε και τραγουδάγανε;
ΜΗΤΣ: Ναι όλοι παίζανε και τραγουδάγανε κι εγώ στην αρχή ξεκίνησα με το Μόρτη με ένα μπουζούκι και ένα τζουρά, αλλά... δεν μου άρεσε... Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή, εν τω μεταξύ εμείς κάτω νοικιάζαμε δωμάτια, καμία σχέση με ζώα, ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, η μάνα μου μοδίστρα, μετά τους έμπλεξα εγώ με τους διαόλους, λίγα κάναμε για πλάκα και μετά το πάθαμε..."καλαμπουρι καλαμπούρι τόφαγε η γρια τ' αγγούρι” χα.χα.χα... Λοιπόν, νοικιάζαμε δωμάτια και είχε έρθει κι έτυχε να μένει στο σπίτι μας ο μπάρμπα Γιάννης ο Μουφλουζέλης, και σιγά σιγά ήρθε ο Μόρτης κάναμε παρέα, ο άνθρωπος με το μπουζούκι έπαιζε και κάναμε παρέα και με ένα άλλο ζευγάρι που είχε έρθει,έπαιζε πολύ καλό μπουζούκι, και μια και κάναμε παρέα μας έδειχνε και δυο πράγματα, όμως εμένα δεν μ' άρεσε, και αφού είχαμε το γείτονα που έφτιαχνε μου έφτιαξε ο πατέρας μου μια λίρα από ξύλο, από στύλο της ΔΕΗ, κι αυτό έβγαζε δηλητήριο, και μούχε τρυπήσει όλα τα παντελόνια, και βρώμαγε κιόλας, χα.χα.χα. σαν κουτάλα ήτανε, δεν μ' άρεσε... της τραβάω μία κι εγώ κάτω την έσπασα, και σιγά σιγά, σιγά σιγά έφτιαξα με το γείτονα δίπλα μία της προκοπής, 'άλλη, άλλη, άλλη, μέχρι πούφτιαξα μια λίρα της προκοπής, και γκρι γκρι γκρι, γκρι γκρι γκρι το παλέβαμε εκεί, φτιάξαμε κι ένα βιολί μετά, από τελάρα, από το μανάβικο τότε από τον πατέρα μου, σιγά σιγά παιδευόμαστε εκεί, είχαμε φτιάξει κι ένα χνάρι, και τα ζεσταίναμε, τα βράζαμε, και τέτοια...
ΑΛΕΞ: Σε τι ηλικία περίπου;
ΜΗΤΣ: Μιλάμε για το 86, 12 -13 χρονών. Εκεί σιγά σιγά φτιάξαμε ένα βιολί , της κακιάς ώρας, και έπαιζε δεν έπαιζε, ξεκουρδιζότανε, εν τω μεταξύ εγώ δούλευα και στο Μουντιμπεϊ. Μια μέρα εκεί που γλεντάγαμε μου λέει ο αδελφός μου, για φέρτο δω αυτό... του το δίνω, κάνει μια έτσι στο γόνατο το σπάει, πάρτο κι αϊ στο διάολο μου λέει, του δίνω κι εγώ μια κλωτσά και πάει κάτω στο δρόμο. Την άλλη μέρα με τσακώνει από το σβέρκο και πάμε στην Αληπέζα στον Αργύρη το Βάιλα και πήρα το πρώτο βιολί, ένα κινέζικο δεκαπέντε χιλιάδες τότε. Και το πήρα κι άρχισα ρι, ρι, ρι, ρι...ρι, ρι, ρι, ρι τους ξύπναγα όλους, με βρίζανε στη γειτονιά.
ΑΛΕΞ: Με ποια τραγούδια ξεκίνησες;ΑΛΕΞ: Εσύ με το Μόρτη και το Μουφλουζέλη πήγαινες για να μάθεις μπουζούκι;
ΜΗΤΣ: Ναι... μπουζούκι μάθαινα. Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή... Έτσι ξεκίνησα, έμαθα μερικά, μετά πήρα το βιολί κι άρχισα να παίζω. Τα παράτησα όμως, τα παράτησα, γιατί κακά τα ψέμματα, με μπουζούκι δεν μπορείς να παίξεις, κι όταν ο άλλος θέλει να σε έχει να σε χειραγωγεί, δεν μπορείς να παίξεις....πάει, δεν μπορείς να παίξεις...
ΑΛΕΞ: Τα τραγούδια τα παλιά που παίζεις, που παίζεις ακόμα, και ίσως είσαι ο μόνος που τα ξέρεις, ίσως κάποιοι τα τραγουδάνε ακόμα , αλλά εσύ είσαι γνώστης, πώς τα έμαθες;
ΜΗΤΣ: Από τη γιαγιά μου, της έλεγα “πες μου ρε γιαγιά ένα τραγούδι, και από τη μάνα μου, αλλά πιο πολύ η γιαγιά μου, και της έλεγα στα τελευταία, άντε ρε γιαγιά πες μου ένα τραγούδι, και μου έλεγε, αχ μάτια μου, τάχα μέσα σ΄'ενα ταγάρι (τα τραγούδια) και μου κόπηκε το ταγάρι, κι έπεσε από το μουλάρι και τάχασα. Ποιο μουλάρι; η καημένη ήταν άρρωστη και δεν είχε φωνή να μου τα πει.
ΑΛΕΞ: Πότε ξεκίνησες πάλι να παίζεις; Ξεκίνησα ξανά με το Θωμά ένα φίλο μου. Ήρθαμε σε μια εκδήλωση της Εστουδιαντίνας για την Άλωση της Πόλης και είπε στο μικρόφωνο ο Αντρέας ότι όποιος ξέρει τραγούδια από την παράδοση της Αίγινας, από πέντε μέχρι εκατόν πέντε χρονών και θέλει να βοηθήσει είναι δεκτός, χρειαζόμαστε βοήθεια, αν θέλει να έλθει στην ορχήστρα μας. Έτσι έμαθα λεπτομέρειες ήλθα στην ορχήστρα. Δεν έπαιζα γιατί δεν μπορούσα. Τα όργανα πρέπει να ταιριάζουνε σαν τα μουλάρια στ' αλέτρι. Να τραβάνε και τα δύο σύμφωνα δηλαδή, να τραβάνε στην αυλακιά και τα δύο σύμφωνα, και όντως έτσι είναι, όταν ο ένας είναι σκυλάς και ο άλλος παραδοσιακός δεν μπορεί να σου δώσει ο άλλος. Γι' αυτό και τα παράτησα, δεν μπορούσα να παίξω. Για οκτώ χρόνια δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου.
ΑΛΕΞ: Θυμάσαι ακόμα έτσι παλιά πανηγύρια εδώ στο νησί; πιο παραδοσιακά από τα σημερινά;
ΜΗΤΣ: Ναι.. θυμάμαι, του Άγιου Σώζου με τον Άπορο να παίζει στο Σφεντούρι, και του Αγίου Κωνσταντίνου πάλι στο Σφεντούρι. Παντού, και στους Λαζάρηδες, που έπαιζε ο Γιώργος ο Μπαρδάκος, και ο Γιώργος Λαζάρου από το Μεσαγρό με το Βάγια Σουλαρίκη, που έπαιζε βιολί και ήταν από τη Λήμνο, ο Μπαρμπακογιώργος εκεί έπαιζε μπουζούκι.
ΣΠΥΡΟΣ: Κυρίως δηλαδή τα όργανα ήταν βιολί και μπουζούκι.
ΜΗΤΣ: Ναι βιολί μπουζούκι... Παλιά υπήργχε ο Λάγιος που έπαιζε βιολί στην Παχιαράχη, κι ο Μέγας ήταν από την Παχιαράχη, Γιάννη τον λέγανε, τώρα το Μέγας μάλλον παρατσούκλι ήταν, το επώνυμο η Τρίμης, ή Κοσμάς, κι ήταν κι αόμματος ο άνθρωπος, έβλεπε πολύ λίγο. Ο Λάγιος ήταν στους Αποσπόρηδες κι έπαιζε λαούτο, επίσης λαούτο έπαιζε ο Μαυρέας στον Κύλινδρα, στον Μεσαγρό ήταν μια ζυγιά όργανα, σαντούρι και βιολί, ο Ηλίας Λεούσης έπαιζε βιολί. Υπήρχε ο μπάρμπα Τάσος ο Κρεούσης που έπαιζε σαντούρι. Είχαμε πολλούς σαντουριέρηδες. Ερχόταν και ο Αραπάκης κι έπαιζε με τον Άπορο. Ο Άπορος έφερνε κι έναν κλαρινιέρη τον Χριστόφορο. Γινόντουσαν πολλά πανηγύρια ρε παιδιά, τώρα δεν υπάρχουν.
ΑΛΕΞ: Πότε σταμάτησαν;
ΜΗΤΣ: Σταμάτησαν το 92 περίπου. Μεγάλο πανηγύρι γινόταν της Αγιά Παρασκευής στους Καπότηδες. Πολλά γινότανε. Γινότανε στην Αγιά Τριάδα στον ελαιώνα, στην Αγία Τριάδα στο Σφεντούρι, στους Αγίους Θεοδώρους, στον Αη Γιώργη στο Κλίμα, γινόταν μεγάλο πανηγύρι στον Αη Γιώργη στο κλίμα, μάλιστα μια φορά τσακωθήκανε οι Μπενεγιώτες με τους Σφεντουριώτες και κάνανε κι αψιμαχίες, βομβαρδισμούς, τους πλακώσανε στις πέτρες στα καΐκια οι Σφεντουριώτες... δεν μονιάζανε ποτέ. Στους Αγιανάργυρους γινότανε πανηγύρι στη μουριά, στο νεκροταφείο του Σφεντουριού, στον Αγιο Σώζο μεγάλο πανηγύρι πάντοτε με όργανα.
ΣΠΥΡΟΣ: Αν γύρναγες πίσω στο χρόνο, προσπάθησε να πας με τη σκέψη σ' ένα πανηγύρι από αυτά, τι τραγούδι θα έλεγες;
ΜΗΤΣ: Κατ' αρχήν χορευτικά τραγούδια. Ας πάν να δουν τα μάτια μου, μαντήλι καλαματιανό, τον Αργίτικο, πάρε Μαριώ τη ρόκα σου, τι έχεις Ρήνα μ' κι αρρωσταίνεις, από ζεϊμπέκικα χορεύανε την Πέργαμο σαν αηβαλιώτικο, αμα θέλανε αηβαλιώτικο ζητάγανε την Πέργαμο. Εγώ θυμάμαι ακόμα και στις μπακαλοταβέρνες που υπήρχανε τελευταία, του Βασίλη του Μούρτζη του Γουλέτα το παρατσούκλι του, και σου λέγανε τα αλάνια οι ψαράδες ,οι παλιοί καπετανέοι με καΐκια, ο Αργύρης ο Μπέσης, σου λέγανε αϊντε φέρε το βιολί σου ρε, και το στήναμε στο έτσι, ερχότανε κι ο μπάρμπας μου ο Παντελής ...ή ο μπάρμπας μου ήτανε πάντα στο μαγαζί να πιεί την κούπα του το μισό το κατρουτσάκι του, έλεγαν βρε Παντελή άντε φέρε το βιολί, μαζί κι ο πιτσιρικάς, μαζί και τα δυό βιολιά και κάναμε γλέντι βρε παιδιά, γλέντι από το τίποτα, να σπάνε τα πιάτα... δεν γίνονται αυτά τα πράματα τώρα. Τα τελευταία γλέντια γίνανε εδώ στο σπίτι από το τίποτα...γλέντια όχι αστεία... την άλλη μέρα δεν είχαμε πιάτα να φάμε, στα πιάτα του σκύλου φάγαμε χα.χα.χα. στο ταψί τρώγαμε.. και όταν κουρεύαμε τα πρόβατα γλέντι να δεις. Μέχρι εδώ κάτω ήταν το μαντρί. Τώρα έβγαλα τα τετράποδα κι έβαλα το δίποδο χα.χα.χα..
Μετά το 90 αλλάξανε τα πράγματα δεν γίνονταν γλέντια. Πολλές φορές τα μαγαζιά μένανε άδεια, στρωμένα και μένανε άδεια . Κάποια φορά είχανε φέρει ένα συγκρότημα από τη Μάνη κάτω στην παραλία, ωραίοι ήτανε, ακορντεόν αρμόνιο, κιθάρα και μπουζούκι, είχανε και μια τραγουδίστρια, περάσαμε ωραία , καλαμπουρίσαμε, είχαμε πάει εγώ ο Μόρτης, κι ο Θωμάς ο Πέπας ο μπουζουξής, παρέα όλοι, τότε είμαστε μαζί... και την άλλη μέρα μπλέξαμε στη Σοφία στου κουτσού την ταβέρνα, και μας λέει η Σοφία, ρε πάτε αλλού σε ξένους και κονομάνε, και σε μας δεν έρχεστε... εμείς είχαμε πιει, είμαστε πάνω στο τσακίρ κέφι, μου λέει ο Μόρτης πάμε ρε; και δεν πάμε του λέω..ήταν και γεμάτο το μαγαζί... Παιδιά έγινε τέτοιο γλέντι, και πάει ένα παλικάρι που δούλευε στο μαγαζί το άλλο το κάτω, και λέει: παιδιά απόψε δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά στο πάνω μαγαζί παίζει ο Μητσάρας, και του λέει ο μπουζουξής, και τι είναι ο Μητσάρας ο Βοσκόπουλος; και του λέει το παλικάρι Βοσκόπουλος δεν είναι, βοσκός είναι, αλλά ...προσέξτε καλά. Ε.... δεν πάτησε παιδιά ψυχή στο κάτω μαγαζί.ΑΛΕΞ: Δεν μας είπες, σου έδειξε κάποιος, ο θείος σου ας πούμε βιολί;
ΜΗΤΣ: Δεν θα πω όπως λένε πολλοί "μόνος μου". Μου έδειξε, και έκλεβα κι ότι μπορούσα.. τώρα στα 46 έμαθα από τον Αλέξανδρο τις νότες κι ακόμα ούτε τις θυμάμαι, αλλά πιάνω με το αφτί.
ΑΛΕΞ: Και πως ακριβώς σου μάθαινε ο θείος σου; πήγαινες και σου έδειχνε; καθόσουν και τον άκουγες;
ΜΗΤΣ: Είχαμε μανάβικο δίπλα στου θείου μου, τα σπίτια της μάνας μου και του θείου μου ήταν γύρω γύρω, κι εμείς είχαμε μανάβικο εκεί στης μάνας μου το σπίτι, εγώ κράταγα το μαγαζί, πούλαγα, πούλαγα, αλλά σιγά σιγά ερχόταν εκεί και ο θείος μου και καθόταν. Εγώ του κόλλαγα και τούλεγα δείξε μου, και τον άκουγα όταν έπαιζε, καθόμαστε όλοι μαζί και σιγά σιγά έμαθα...
ΑΛΕΞ: Θα ήθελες να παίξουμε τώρα μερικά από τα παλιά αιγινίτικα τραγούδια;
ΜΗΤΣ: Πάμε!
Θα μπορούσαμε να περάσουμε πολλές πολλές ώρες με τον αστείρευτο λόγο του Μητσάρα, αφήσαμε όμως και για την επόμενη φορά να πούμε περισσότερα, και κλείσαμε την όμορφη επίσκεψη μας ηχογραφώντας μουσικά κομμάτια από παραδοσιακά Αιγινίτικα τραγούδια που έπαιξαν ο Μητσάρας με τον Αλέξανδρο και τον Σπύρο και που θα ακούσετε σύντομα από το κανάλι μας στο Υou Τube..