Υπάρχουν
ομορφιές και αξίες που μπορούν να
περιγραφούν και κάποιες που δεν
περιγράφονται. Μια από αυτές τις
απερίγραπτες ομορφιές και αξίες , θα
επιχειρήσω να μεταφέρω μέσα απο τον
απλή αφήγηση ενός ανθρώπου που ζει
ανάμεσα μας, στην μικρή Αιγινίτικη
κοινωνία μας.
Ο
λόγος για τον Βασίλη Βατικιώτη, λαϊκό
οργανοπαίχτη, που με το αστείρευτο
μεράκι και το μπουζούκι του, έχει
προσφέρει ξεχωριστές και αξέχαστες
στιγμές διασκέδασης.
Ενας
οργανοπαίχτης που μίλησε στις καρδιές
των απλών ανθρώπων μεταφέροντας την
μουσική παράδοση της πατρίδας μας, μέσα
απο τα πανηγύρια , τις κοινωνικές
εκδηλώσεις, που συμμετείχε.
Ο Βασίλης Βατικιώτης είναι παιδί του αείμνηστου βιολάτορα Γιώργου Βατικιώτη, και παππούς των ανατέλοντων αστεριών Ιωάννας και Παναγιώτας Βατικιώτη, που ήδη γοητεύουν με την παρουσία τους το κοινό της Αίγινας, και πρόσφατα η φήμη τους έφτασε μέχρι την Ικαρία, όπου η Ιωάννα με το μαγικό της δοξάρι και η Παναγιώτα με το μπουζούκι του παππού και τη μελωδική της φωνή, ανέδειξαν το ταλέντο τους, συμμετέχοντας σε συναυλίες που δόθηκαν στο νησί απο την ορχήστρα “Εστουδιαντίνα Αίγινας”.
Ο Βασίλης Βατικιώτης ζεί στο πανέμορφο Σφεντούρι όπου τον επισκεφθήκαμε μαζί με την εγγονή του Ιωάννα και το μουσικοδιδάσκαλο Αλέξανδρο Σπίτζινγκ.
Ο
Βασίλης Βατικιώτης γνωστός ως “Τσουμπέλας”
μας καλωσόρισε με ενα πλατύ καλωσυνάτο
χαμόγελο στο πρόσωπό, και δέχτηκε να
μοιραστεί μαζί μας κομμάτια απο τη ζωή
του:
Σας
μεταφέρω ατόφια όλη την κουβέντα που
είχε με το μουσικό- δάσκαλο Αλέξανδρο
Σπίτζινγκ.
Ανάμνήσεις
και στιγμές που καθόρισαν τη ζωή του.
Αλέξανδρος:
Είχα ακούσει τον πατέρα σου να παίζει
σε πανηγύρι. Ήταν απο τα καλίτερα βιολιά της Αίγινας. Να υποθέσω ότι αυτός σε
οδήγησε στο δρόμο της μουσικής παράδοσης;
Βασίλης:
Ο
πατέρας μου δεν μου έδειξε ποτέ βιολί
γιατί είχε κάνει δεκατρία παιδιά, σε
ποιόν να πρωτοδείξει βιολί; Το άρπαζε
ο ένας το άρπαζε ο άλλος, το έκρυβε το
βιολί μη του το σπάσουμε κιόλας, κι έτσι
δεν μάθαμε βιολί. Μετά, εμένα μου είχε
μπει στο μάτι το μπουζούκι, μ' άρεσε το
μπουζούκι. Λοιπόν,
όταν πήγαινα στα γίδια το έπαιρνα το
μπουζούκι αγκαλιά και μάθαινα, κι οταν
έπιανε βροχή το τρύπωνα μεσα στις σπηλιές
για να μη βραχεί.
Αλέξανδρος:
Μπουζούκι απο που βρήκες; Απο που βρήκες
εκείνη την εποχή το οργανάκι;
Βασίλης:
Μου
είχε βρει ένα ο πατέρας μου από ενα γέρο
στο Μεσαγρό, αλλά ήταν παλιό, σκεβρωμένο,
ματώνανε τα χέρια μου, αλλά εγώ εκεί
πέισμα συνέχισα, εκεί... με τα γίδια.
Κάποια
στιγμή όμως τα άφησα τα γίδια, και τότε
με έπαιρνε ο μπαμπάς μου στα πανηγύρια,
Ανιτσαίο... σε όλη την Αίγινα.
Αλέξανδρος:
Τον συνόδευες δηλαδή με το μπουζούκι;
Βασίλης:
Ναι... μπάσα κυρίως
Αλέξανδρος:
Ακόρντα δηλαδή ή επαιζες και μελωδία
μαζί;
Βασίλης:
Ναι,
σκέτο μπουζούκι ή όποιος ήθελε ζεμπέκικο
το πήγαινα με το μπουζούκι... Να σας πω
κι ενα καλαμπούρι; Μια φορά σε ενα
πανηγύρι στον Αη Γιάννη το κυνηγό, τότες
ήμουνα δεκαπέντε δεκάξι χρονών, είχα
μάθει μερικά τραγούδια, ήταν ενας παπάς
ο παπα Τάσος απο τον Ασώματο,
μερακλής παππάς,
τελείωσε η εκκλησία αρχισε το πανηγύρι,
εκείνος ήθελε το “ενας μάγκας στο
Βοτανικό”, σκέτο μπουζούκι. Έγω μέχρι
τη μέση το πήγα καλα, μετά κάτι ο κόσμος, το ενα
το άλλο αγχώθηκα και σταμάτησα, μου
λέει... “ρε Τσουμπέλα” θα παίξεις να
χορέψουμε; Ειχε μερακλωθεί αυτός και
ήθελε να χορέψει. Τι να του
πουλήσουμε εμείς τώρα; χαχαχα.
πουλήσουμε εμείς τώρα; χαχαχα.
Γυρισα
εγω πίσω και ντράπηκα, πιτσιρικάς ήμουνα!
Τόβαλα μανία να το μάθω όμως, και σε μια
δόση πήγαμε στο Ανιτσαίο στο πανηγύρι
και μου λέει ο παππάς:
τώρα
σε παραδέχουμαι. Τώρα, τώρα θα σου παίξω
κι αλλο του λέω εγώ, το “είμαστε καθώς
πρέπει άντρες” .. Ααα μου λέει, πάμε
καλά...
Μετά
συνέχισα με τον παππού στα πανηγύρια.
Αλέξανδρος:
Είχες καθόλου δάσκαλο ή μόνος σου;
Βασίλης:
Μόνος
μου, μόνος μου. Πήγα μόνο πέντε ή εξη
φορές στον κυρ Θανάση που έφτιαχνε και
όργανα και μου έδειξε, αλλά “θέλεις
δάσκαλο” μου είπε, “μόνος σου πολύ καλά
τα πάς αλλά θέλεις δάσκαλο”
Αλέξανδρος:
Απο τα δεκατρία παιδιά 'επαιξε κάποιος
άλλος όργανο;
Βασίλης:
Ο
πατέρας μου βιολί κι εγω τον συνόδευα.
Οχι, δεν έπιασε κανείς άλλος όργανο. Η
μάνα μου τραγουδούσε. Και ο παππούς μου,
ο πατέρας της μάνας μου, τσοπάνης ήτανε
αλλά στο δημοτικό τραγούδι ήταν ταλέντο
άφταστος.Τραγουδούσε στα πανηγύρια,
πολύ καλός, αλλά δεν ήτανε τότες
δημοσιογράφοι να τους βγάλουν.
Βασίλης:
Βασίλης Γρυπαίος.
Αλέξανδρος:
Ο πατέρας σας ειχε πάει σε δάσκαλο;
Βασίλης:
Οχι.
Ποτέ μόνος του έμαθε. Και είχε και
μαθητές, ήταν δασκαλος αλλά δεν ειχε
πάει σε δάσκαλο. Πήγαινε και στα Μέθανα
να μάθει τα παιδιά, και ήταν καιρός
σαράντα τρία σαραντατέσσερα εκει πέρα,
πήγαινε λοιπόν και έκανε μαθήματα και
τι του δίνανε, σύκα,κανα μπουκάλι λάδι,
και τάπαιρνε στη μάνα μου.Είχε ενα φίλο
τον μπαρμπα Νίκο στην Πέρδικα που ειχε
βάρκα και έκανε εμπόριο με τα Μέθανα,
'εφερνε πράγματα απο εκεί λάδια και
τέτοια, και τον έπαιρνε μαζί του όποτε
ήθελε να πάει.
Αλέξανδρος:
Πότε συχωρέθηκε ο πατέρας σου;
Βασίλης;
Είναι τώρα είκοσι χρόνια. Ξέρεις τι λέω
τώρα; να ξάντενε να έβλεπε τις εγγόνες.
Αλέξανδρος:
Εκτός απο το βιολί έκανε κάτι άλλο;
Βασίλης:
Κοίτα,
ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο βιολιτζής,
πήγαινε και έφτιαχνε τις μυλόπετρες,
δούλευε στο νταμάρι, ήταν ο καλίτερος
Πελεκάνος, με καλέμι και σφυρί, η δουλειά
του ήταν αυτή.'Ηταν και γεωργός έσπερνε
στάρια. Σκληρή δουλειά. Είχε πρόβλημα
στα χέρια απο την πέτρα. Και δεν ήτανε
βδομάδα που να μη παει σε πανηγύρι, σε
γάμο, σε βαφτίσια,συνέχεια με το λάδι
στα χέρια ήτανε..Το πρωί πέτρα το βράδυ
βιολί.
Αλέξανδρος:
Πόσο κρατούσαν τα πανηγύρια τότε;
Βασίλης:
Αρχιζαν
το απόγευμα παραμονή και τέλειωναν το
άλλο μεσημέρι. Πολλές φορές με σκέτο
μπακαλιάρο τηγανητό, μισόκιλο και
δώστου, και με κονσέρβες, και στραγάλια
πολλές φορές....ε..στα μεγαλύτερα πανηγύρια
γυρίζανε και κανένα γουρούνι. Δεν τους
ένοιαζε όμως το φαϊ, χορό θέλανε. Ωραία
πανηγύρια.
Αλέξανδρος:
Τώρα έχεις σταματήσει να παίζεις;
Βασίλης:
Ναι.
Απο τότε που πέθανε ο αδελφός μου τα
παράτησα. Έδωσα και το τελευταίο μου
μπουζούκι στη εγγόνα μου και δεν έχω
κανένα.
Έχω
χαλάσει τέσσερα πέντε μπουζούκια εγώ.
Είχα μανία. Μου είχε φτιάξει κι ενα
μπουζούκι κάποιος απο τη φυλακή,
χειροποίητο, πολύ ωραίο, το είδε κάποιος
στο μαγαζί που είχα φτιάξει ,( ενα κουτούκι
εδώ στο χωριό), πόσο θέλεις ; μου λέει,
δώστο μου και θα σου δώσω ότι θέλεις.
Έκανα τη βλακεία και τοδωσα. Είχα εκείνη
την εποχή άλλα δύο. Μου λείπει. Το
σκέφτομαι όμως, μου φαίνεται θα παω μια
βόλτα Πειραιά ....να πάρω ενα και να
ξαναρχίσω.
Αλέξανδρος:
Μιλάς με πολλή αγάπη για την πέτρα. Την
αγαπάς αυτή τη δουλειά.
Βασίλης:
Το
μυαλό μου σε τρία πράγματα ήταν απο
μικρός. Στα γίδια, την πέτρα και το
μπουζούκι. Το βιολί ετσι κι έτσι. Ποτέ
δεν μου άρεσε.
Αλέξανδρος:
Λίρα έπαιξε ποτέ εδώ κανείς εδώ εκείνη
την εποχή;
Βασίλης:
Αν
σου πω οτι το πρώτο όργανο που ήθελα να
παιξω ήταν λίρα; Δούλευα σε ενα γέρο
εκείνη την εποχή, είχε έλθει απο τη
Λακωνία ήτανε ναυτικός, και ψαράς. Είχα
πάει μια φορά στο σπίτι του και την είδα,
την είχε φέρει απο την Κρήτη, και του
λέω μπαρμπα ~Γιάννη τι θέλεις να σου
δώσω για να μου δώσεις τη λίρα; Μου είχε
μπει πολύ στο μυαλό. Μου λέει θα μου
φέρεις πέντε οκάδες βολβούς, (οι βολβοί
δεν βγαίνανε εύκολα και στο νησί τους
τρώγανε πολύ εκείνη την εποχή) και θα
ρθεις στην Πέρδικα (είχε ενα σπίτι εκεί)
να μου φτιάσεις την πεζούλα πουχει
πέσει, με πέτρα.
Εγω
δεν ήξερα ακόμα πολύ απο πέτρα αλλά για
να πάρω την λίρα ...κουτσά στραβά του πάω
τις πέτρες και του την εφτιαξα την
πεζούλα, και του πήγα και τους βολβούς,
τρεις μέρες πάλευα να βγάλω τους βολβούς.
Τους πάω... με το που πήρα τη λίρα στα
χέρια μου, σε πέντε λεπτά ήμουνα στο
σφεντούρι.
Ειχα
αρχίσει πολύ με τη λίρα μια χαρά. Μετά
στενέψανε τα πράγματα και έπρεπε να πάω
για δουλειά, πεινάγαμε, και πάω σε ενα
μαναστήρι στην Αγία Αικατερίνη για
δουλειά. Εκεί δε θέλανε λίρα, με κυνηγάγανε
οι καλόγριες. Την έφερα στο σπίτι, την
άφησα, έκανα εναμισι χρόνο εκεί στο
μοναστήρι... πάει η λίρα. Τι απόγινε δεν
ξέρω, μάλλον κάπου τη χάρισε ο πατέρας
μου.
Μετά
απο τη μανία της λίρας είχα ενα παλαιό
μπουζούκι , το πήρα στο μοναστήρι.
Το
βράδυ λεω εκεί, ήτανε και ερημιά, να μάθω
λέω μπουζούκι, χράτσα- χρούτσου χράτσα-
χρούτσου ειχα μάθει τρία τέσσερα
τραγούδια και πήγαινα στο μαγαζί εκεί
στον Κοντό, το μόνο μαγαζί που είχε στην
περιοχή. Γύρω γύρω μοναστήρια ο μπαρμπα
Κώστας με ήθελε, μαζευόσανε εκεί του
Κοντού οι ανθρώποι ,το γρατζούναγα εγώ
και περνούσαμε. Και όλο και μάθαινα.
Εεε... το ακούσανε ενα βράδυ οι καλόγριες
εκεί στο κελί που καθόμουνα και έπαιζα,
με φωνάξανε και μου λένε, “Βασίλη ή το
μπουζούκι θα φύγει ή εσύ”... “κι εγω
μαζί “τους λέω, τα μάζεψα κι έφυγα.
Αλλά
μετά επρεπε να δουλέψω, γύρισα στο
σφεντούρι και τότε με φωνάξανε στον
Αγιο Νεκτάριο. Εκανα άλλο ενα χρόνο
εκεί. Εκεί δεν σήκωνε καθόλου μπουζούκι,
κι ερχόμουνα όλο και πιο πίσω εγω εκεί.
Εκεί
δούλευα πιο πολύ για να μαζέψω λεφτα να
πάρω γίδια, μ' αρέσανε και τα γίδια. Πήρα
τα γίδια, έφταξα το μαντρί και μετά πήγα
και βρήκα το “σεντονάκι”χαχαχα....
Ελα
να σου πω την ιστορία πως τηνε βρήκα τη
γιαγιά. Αυτή είναι απο το χωριό τους
Βλάχηδες και είχε ο πατέρας της μοσχάρια
του βουνού, φύλαε καμιά εικοσαριά
μοσχάρια, λοιπόν εγώ φύλαγα τα γίδια,
ήμουνα ελέυθερος και ειχα καμμιά εκατοστή
γίδια. ΄Επαιρνα λοιπόν μαζί μου το
μπουζούκι και είχα μάθει το τραγούδι
“νάμουνα το σεντονάκι σου”, και δώστου
λοιπόν εγω με το σεντονάκι την κατάφερα
νάρθει στο σεντονάκι μου.
Αλέξανδρος:
Οι καλόγριες σε διώχνανε απο το μοναστήρι
γιατί έπαιζες , σε φωνάζανε καμμιά φορά
αλήτη επειδή είχες μπουζούκι; επειδή
ετσι λέγανε εκείνη την εποχη όσους
ειχανε μπουζούκια.
Βασίλης:
Οχι
, με φωνάξανε επάνω και μου λένε: Βασίλη
εδώ το μπουζούκι δεν κάνει. Καλά λεω δεν
κάνει, έκλεινα την πόρτα αλλά πάλι
ακουγότανε, μετά απο δυο τρεις μέρες
Σφεντούρι ο Βασίλης μαζί με το μπουζούκι.
Περιπέτειες!
Καθαρά
χρόνια. Μπορεί να μην είχαμε πολύ τροφή
αλλά είχαμε καθαρή τροφή και καθαρούς
ανθρώπους.
Μετά
πούλησα τα γίδια και ασχολήθηκα κι εγώ
με την πέτρα. Με το θάνατο του αδελφού
μου άφησα και το μπουζούκι, το παράτησα,
και ούτε το ξανάπιασα στα χέρια μου, και
κακώς έκανα δηλαδή, μετά το μετάνοιωσα,
αλλά με την πέτρα τα χέρια όργανο δεν
πιάνανε, βαριά δουλειά η πέτρα.
Αλέξανδρος:Ααα....
Ποτέ δεν είναι αργά. Εύχομαι να το
ξαναπιάσεις και να σε ακούσουμε ξανά
μαζί με τις εγγονές σου.
Βασίλης:
Ναι, να πούμε μαζί τα κάλαντα... χαχαχα...
Μικρός εβγαινα με τον πατέρα μου.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα.
Περνούσαμε ωραία. Και το Πάσχα λέγαμε
κάλαντα, τα Λαζάρια.
Αλέξανδρος:
Το “καλήμερα” είναι Αιγινίτικα κάλαντα
έτσι;
Βασίλης:
Ναι, το “Καλήμερα”,αυτά τα κάλαντα τα
λέγαμε των Φώτων όμως, τώρα τα έχουνε
αλλάξει και τα λένε Χριστούγενα.
Αλέξανδρος:
Και τι σας δίνανε τότε; Γλυκά, τρόφιμα;
Αφήσαμε
το φιλόξενο σπίτι του “Τσουμπέλα” μ'
ένα όμορφο συναίσθημα, και την ευχή να
ξαναπιάσει το μπουζούκι που τόσο πολύ
αγαπά. Ο Βασίλης Βατικιώτης όπως και
όλοι οι λαϊκοί οργανοπαίχτες είναι απο
εκείνους τους μερακλήδες ανθρώπους,
που με το μεράκι τους και μόνο, αφήνουν
πίσω τους μια μεγάλη κληρονομιά, τη
μουσική μας παράδοση.
Γεωργία Σταυριανέα
Γεωργία Σταυριανέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας