Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Λαούτο, ο πρόγονος των μουσικών οργάνων

«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει

κ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.

Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρις

είναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις."


Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.


     Το λαούτο είναι κατ’ εξοχήν όργανο συνοδείας και συγκαταλέγεται μεταξύ όλων των συνδυασμών των λαϊκών μουσικών συγκροτημάτων. Στην οικογένεια του λαούτου, σύμφωνα με την εθνομουσικολογία ανήκει κάθε χορδόφωνο που έχει ηχείο καπάκι και χορδές τεντωμένες παράλληλα προς το καπάκι του ηχείου και το χέρι και παίζονται με τα δάχτυλα ή με πένα.Χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: στα μακριά λαούτα και στα κοντά λαούτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα το λαούτο κατασκευαζόταν σε τρία μεγέθη. Σήμερα έχει επικρατήσει το μεσαίο μέγεθος. Και αυτό διαφέρει στις διαστάσεις του από κατασκευαστή σε κατασκευαστή, αν και οι διαφορές είναι μικρές και χωρίς σημασία για την όλη λειτουργία του οργάνου. Πρώτου μεγέθους λαγούτο, μεγαλύτερο στο μάκρος, το φάρδος και το πλάτος σε σύγκριση με τα’ άλλα που παίζονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι σήμερα το κρητικό λαούτο.

  Το λαούτο φαίνεται ότι έπαιζε σημαντικότατο ρόλο, στην μουσική παράδοση πολλών λαών, από την αρχαιότητα. Λαοί όπως οι Σουμέριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Χετταίοι και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μουσικά όργανα που σήμερα χαρακτηρίζονται ως λαουτοειδή παρ’ όλο που αποτελούν προγόνους των σημερινών λαούτων.


Αρχαια εποχή . Μακριά λαούτα, με μικρό ηχείο και μακρύ χέρι, είναι τα αρχαιότερα της οικογένειας του λαούτου(3η χιλιετία π.Χ, Μεσοποταμία). Σ’ αυτή τον τύπο ανήκει και το αρχαιοελληνικό τρίχορδο ή πανδούρα. Κοντά λαούτα ανιχνεύονται ήδη από τον 8ο αιών. π.Χ στην ελαμιτική τέχνη. Όργανα παρόμοια με το λαούτο απαντώνται σε πολλές αρχαίες και σύγχρονες κοινωνίες. Το σημερινό ελληνικό λαούτο είναι μια σχετικά νεότερη παραλλαγή που διαμορφώνεται το 17ο αιών. πιθανό στο ελλαδικό χώρο και ουσιαστικά αποτελεί ένα είδος ταμπουρά, που είναι ίσως το κοντινότερο όργανο στην αρχαία ελληνική πανδούρα.

Το λαούτο της αναγέννησης. Ελκει την καταγωγή του από την Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα από ένα αραβικό όργανο με το όνομα al ud (το ud, το ξύλο). Το όργανο αυτό είχε μεγάλο, καμπύλο αντηχείο, βραχύ λαιμό χωρίς τάστα, που κατέληγε σε με κεφαλή που έφερε κλειδιά, στα οποία δένονταν οι χορδές. Γενικά θεωρείται ότι το ευρωπαϊκό λαούτο δημιουργήθηκε στην Ιβηρική Χερσόνησο, από τους Άραβες που το έφεραν μαζί τους και κατοίκησαν επί μακρών την Ισπανία. Έτσι το λαούτο απέκτησε σιγά σιγά μετακινούμενα τάστα και πήρε την μορφή που περιγράφεται παραπάνω. Παράλληλες μορφές εξελίχθηκαν από το al – ud στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Στη χώρα μας έχουμε τουλάχιστον δυο παραλλαγές, το κρητικό – νησιώτικο και το πολίτικο (λάφτα).
Το σύγχρονο λαούτο. Το δημοτικό τραγούδι βρίσκεται πάντα στα χείλια του Ελληνικού λαού και πολλές φορές βγάζει μ’ αυτό τον πόνο της καρδιάς του. Το ίδιο βρίσκονται και τα λαϊκά, μουσικά όργανα που, είτε πρωταγωνιστούν είτε συνοδεύουν τις παραδοσιακές μελωδίες και τα τραγούδια. Το λαούτο έχει πάμπολλες φορές συνοδεύσει δημοτική ποίηση, ακριτικά τραγούδια, ακόμα και λυρική ποίηση. Είναι ένα όργανο που αναφερόταν πολύ τα παλαιότερα χρόνια. Το βρίσκουμε σε χεορόγραφα του 16ου και 17ου αιώνα όπως στον «Ερωτόκριτο» του Βιτζέντζου Κορνάρου έργο που είναι γνωστό για την λυρική ποιητική του αξία.
«΄Ηπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει
κ’ εχτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο παλάτι.
Κι αιτόνος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρις
είναι μεγάλη δύναμις, είναι μεγάλη χάρις
Οι κορδές του λαγούτου ντου πουλλιά’ν και κιλαηδούσι.»
Το λαούτο που είναι γνωστό ως λαγούτο, λαβούτο (από το αραβικό al oud που θα πει ξύλο), παλιότερα λεγόταν και «τυφλοσούρτης» γιατί κρατούσε το ρυθμό σε κάποιο βιολί ή λύρα ή κλαρίνο. Το ηχείο του λαγούτου στην Ελλάδα έχει σχήμα αχλαδιού, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, μακρύ χέρι που στην απάνω μεριά γέρνει προς τα πίσω, κλειδιά από τα πλάγια, διπλές χορδές στερεωμένες στο καπάκι και παίζεται μ’ ένα πενάκι (όπως λέγεται)
Στο τέλος του 19ου αιώνα το κατασκεύαζαν σε 3 μεγέθη. Σήμερα χρηιμοποιούν μόνο το μεσαίο. Οι διαστάσεις του διαφέρουν, βέβαια, ανάλογα μ’ αυτόν που θα το χρησιμοπιοήσει∙ άλλος ζητάει από τον κατασκευαστή να έχει το όργανό του πιο βαθύ ηχείο, άλλος πιο μακρύ χέρι, ή πιο κοντό.
Σε σύγκριση με όσα λαούτα χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, το Κρητικό λαούτο είναι μεγαλύτερο σε μάκρος, φάρδος και βάθος.
Πολλά έχει να σκεφτεί ο κατασκευαστής αυτού του οργάνου. Κατ’ αρχήν πώς θα επιτύχει καλύτερο ήχο, σε ποιές καιρικές συνθήκες μπορεί ν’ αντέξει το ξύλο και να μη σκεβρώσει, ακόμα και την καλαίσθητη παρουσία που θα έχει όταν το παραδώσει.
Το πενάκι του λαούτου γίνεται από φτερό αρπακτικού πουλιού (συνήθως γύπα, αετού ή γερακιού) και στην ανάγκη από φτερό γαλοπούλας ή από πλαστικό. Μεγαλύτερης, όμως, αντοχής είναι οι πένες από φτερό αρπακτικού πουλιού.
Κάθε λαουτιέρης για να είναι ασφαλής ότι θα μπορέσει να παίξει χρειάζεται το λαγούτο του, πρέπει να’ χει μαζί του και εφεδρικές πενές.
Η ένταση του ήχου εξαρτάται από το παίξιμο του λαουτιέρη.
Το μαλακό παίξιμο δίνει γλυκύτερο ήχο ενώ το σκληρό δίνει δυνατό ήχο. Όλα κανονίζονται ανάλογα με το αν το λαγούτο συνοδεύει απλά τραγούδι, ή αν συνοδεύει ένα ή πολλά όργανα, αν ο χώρος είναι μεγάλος ή μικρός, ανοιχτός ή κλειστός.
Το λαούτο σαν αρμονική συνοδεία χρησιμοποιείται, γενικά, σ’ όλη την Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στα νησιά και στα χωριά σε λαϊκές διασκεδάσεις, γάμους, βαφτίσια κλπ.
Η παραδοσιακή, δημώδης μουσική είναι πολύτιμη γιατί διασώζει και περνάει από γενιά σε γενιά τις ρίζες της φυλής, μαζί με τους πόνους, τους μόχθους και τους αγώνες για την απόκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας.