Το οδοιπορικό μας στη μουσική Αιγινίτικη παράδοση, μας οδήγησε αυτή τη φορά στο σπίτι του Σπύρου Τζίτζη, του νεότερου μέλους μιας οικογένειας, που άφησε το μουσικό της στίγμα στην παράδοση της Αίγινας. Μια Αιγινίτικη οικογένεια, που η μουσική είχε μια ξεχωριστή θέση στη ζωή τους. Έπαιζαν βιολί, κλαρίνο, μπουζούκι, και η γιαγιά Κατίγκω τραγουδούσε. Ας πάρουμε με τη σειρά τα πράγματα αρχίζοντας από τον νεότερο μουσικό της οικογένειας,για να φτάσουμε πίσω στον προππαπού του Σπύρου, τον γνωστό στους παλαιότερους βιολιτζή “μπάρμπα κυρ Μήτσο”.
Ο Σπύρος Τζίτζης, είναι σήμερα φοιτητής, ενεργό μέλος της παραδοσιακής ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας, μαθητής του Αλέξανδρου Σπίτζινγκ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πες μας Σπύρο πως ξεκίνησες, τι ήταν αυτό που άναψε τη φλόγα της μουσικής μέσα σου; Μίλησε μας για τις σπουδές σου και τους στόχους σου.
ΣΠΥΡΟΣ: Κατ' αρχήν να πω πως μόλις ξεκίνησα το μπουζούκι, δεν είχα ιδέα από μουσική, δεν ήξερα ούτε καν τη Φραγκοσυριανή για να καταλάβετε. Άκουγα μόνο αυτά που παίζανε στα μαγαζιά που πηγαίναμε, τα πολύ κλασσικά ζεϊμπέκικα. Μια μέρα βρέθηκα με τον φίλο μου το Αχιλλέα και ο αδελφός του έπαιζε μπουζούκι, και του λέω δώσε μου να παίξω, εκείνος μου το έδωσε και παίξαμε τη Φραγκοσυριανή, εκείνος πατούσε τα τάστα κι εγώ χτυπούσα την πένα, ε... κι αυτό ήτανε, δεν ήθελα κάτι άλλο, κόλλησα, πως λένε κεραυνοβόλος έρωτας; έτσι! Έρωτας με την πρώτη πενιά. Από κει και πέρα... πήρα το μπουζούκι στο σπίτι, κουτσά στραβά έπαιζα, με συνόδευε λίγο και ο Αχιλλέας, μετά πήρα το δικό μου μπουζούκι, μετά πήγα στον κύριο Αλέξανδρο και άρχισα πλέον να μαθαίνω μουσική. Εν τω μεταξύ μέχρι να πάω στην ορχήστρα την παραδοσιακή μουσική δεν την είχα καθόλου, δεν άκουγα και σχεδόν την σνομπάριζα. Μέσα από την ορχήστρα άρχισα να ακούω την παραδοσιακή μουσική, να τη μαθαίνω, να τη μελετώ. Τα τραγούδια που άκουσα από το Μητσάρα μου άρεσαν πολύ, μπήκα κι εγώ στη διαδικασία να ψάχνω τα παλιά Αιγινίτικα. Μου αρέσει η παραδοσιακή μουσική, το γονίδιο μάλλον... Στο πανεπιστήμιο παρακολουθώ τμήματα μουσικής που καλύπτουν διαφόρους τομείς, όπως την τεχνολογία του ήχου, τα μουσικά όργανα και την λαϊκή και παραδοσιακή μουσική. Στόχος μου είναι η καλύτερη επιστημονική κατάρτιση πάνω στη μουσική.
ΑΛΕΞ: Σπύρο έχοντας στο αίμα σου την παράδοση, και την παραδοσιακή μουσική, φαντάζομαι πως έχεις τη και διάθεση και την ικανότητα να συνεχίσεις την παράδοση και να συμμετέχεις ενεργά στην αναβίωσή της.
ΣΠΥΡΟΣ: Φυσικά, όταν ξεκινάς με τη μουσική, με την παραδοσιακή μουσική, δεν υπάρχει επιστροφή.
ΑΛΕΞ: Πες μας ποια μουσικά όργανα παίζεις Σπύρο;
ΣΠΥΡΟΣ: Παίζω μπουζούκι, κιθάρα και τραγουδάω.
ΑΛΕΞ: Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;
ΣΠΥΡΟΣ: Οι σπουδές μου προς το παρόν. Σίγουρα η μουσική είναι ο προσανατολισμός...
Ο Γιώργος Μπόγρης, ο θείος του Σπύρου, ήρθε στην συντροφιά μας, και μας μίλησε για την εποχή εκείνη την παλιά, και για τον Γιώργο το Τζάκ που είχε γνωρίσει προσωπικα.
ΓΙΩΡΓΟΣ: Ο Γιώργος ο Τζακ ήτανε από τους μουσικούς που άξιζαν στην Αίγινα. Ήρθανε από την Σμύρνη, ήτανε σε καλή οικονομική κατάσταση οικογενειακώς... όμως... όπως μούλεγε ο ίδιος δηλαδή, ήντουσαν όλοι μαζί στο λιμάνι (στη Σμύρνη) και κάνανε βόλτα, και πήγανε και τους είπανε: ή μπαίνετε στο καράβι και φεύγετε, ή εκατό μέτρα πιο κάτω είναι οι Τούρκοι, έρχονται και σας σφάζουν. Στο σπίτι σας δεν πρόκειται να μπείτε, και τους βάλανε στο καράβι μέσα μ' ένα παντελόνι και το πουκάμισο που φοράγανε, κι όταν ήλθανε εδώ πέρα ούτε δουλειά ήθελε να κάνει ούτε τίποτα, εγώ είμαι περαστικός έλεγε, και “περαστικός” έμεινε... Έπαιζε ωραία κιθάρα και χαβάγια.ΑΛΕΞ: Η χαβάγια ήτανε μια μόδα τότε, μιλάμε για ποια εποχή;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Πρέπει να ήτανε γύρω στο 60-65
ΑΛΕΞ: Δηλαδή αυτός έπαιζε κομμάτια πιο πολύ ρετρό της εποχής;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Σε όλα μέσα ήτανε, όλα τα έπαιζε, αλλά σε τίποτα δεν ήταν φανατικός. Τότε ήτανε της μόδας οι κομπαρσίτες... τέτοια... Εγώ όταν τον γνώρισα ήτανε το 60 μέχρι το 70 , μετά ο φουκαράς πέθανε σε μια παράγκα μέσα στο καρνάγιο, τον βρήκανε παγωμένο. Του είχανε δώσει από το μοναστήρι ένα δωμάτιο και έμενε με τη μάνα του, και την αδελφή του.
ΑΛΕΞ: Το όνομα του πως ήτανε ακριβώς; Το Τζακ ήτανε παρατσούκλι;
ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν θυμάμαι καλά, νομίζω Συρέα τον λέγανε.
Η γιαγιά του Σπύρου Τζίτζη, η Χριστίνα Μπόγρη, κόρη του βιολιστή "μπάρμπα κυρ Μήτσου" μοιράστηκε στη συνέχεια μαζί μας αναμνήσεις από την πολυμελή οικογένεια και τους μουσικούς της.
ΣΠΥΡΟΣ: Γιαγιά πες μας, μίλησε μας για τον παππού, τον πατέρα σου δηλαδή, ότι θυμάσαι ...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ααα.. ο πατέρας μου ήτανε πάντα να πειράζει τη μάνα μου, της έπαιζε βιολί και της έλεγε ένα τραγούδι.
ΣΠΥΡΟΣ: Πες το τραγούδι, μου το έχεις πει πολλές φορές, “Η γυναίκα που μ΄αρέσει”, θες να μας το τραγουδήσεις;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι... το θυμάμαι, όμως θα σας πω τους στίχους, έλεγε: “η γυναίκα που μ' αρέσει και με τυραννά , έχει δαχτυλίδι μέση και μάτια γαλανά, τη γνωρίζω ένα χρόνο, μα αυτή μου κάνει κόλπα και με τυραννά...”
ΣΠΥΡΟΣ: Θυμάσαι κι άλλα τραγούδια; Μου έχεις πει μερικά...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Θυμάμαι, πολλά θυμάμαι αλλά δεν μου έρχονται στο μυαλό τώρα, α... και ένα άλλο που τραγουδάγαμε... λέει: “μηλίτσα πούσαι στο γκρεμό στα μήλα φορτωμένη, τα μήλα σου λυμπίζουμαι και το γκρεμό φοβούμαι, σαν το φοβάσαι το γκρεμό έλα από το μονοπάτι, το μονοπάτι μου έβγαινε σ' ένα ρημοκκλησάκι, πούχει σαράντα μνήματα αδέλφια και ξαδέρφια...” δεν θυμάμαι το υπόλοιπο... Αυτά τα τραγουδάγαμε όταν μαζευόμαστε Χριστούγεννα, απόκριες... τις απόκριες πάλι λέγαμε άλλα τραγούδια, έρχονταν και κάποιοι που παίζανε όργανα, είχαμε ένα με σαντούρι, 'άλλος ένας έπαιζε αρκοντεόν, σαντούρι έπαιζε ο μπάρμπα Τάσος ο παπλωματάς, ερχόταν στο Σφεντούρι συχνά, με τον “άπορο” μαζί. Αχ, τότε στα νιάτα μας περνάγαμε ωραία, δεν είχαμε αυτό το άγχος που έχουμε τώρα, ο κόσμος ήτανε διαφορετικός, ούτε κακία είχε... αλλάξανε τα πάντα τώρα... Ερχόταν και ο Μποχώρης, θείος μου ήτανε, τώρα έχει πάει στον άλλο κόσμο, αν ζούσε τώρα θα ήτανε πάνω από εκατό δέκα, αφού ο πατέρας μου που ήταν ο πιο μικρός πήγε 107.
ΑΛΕΞ: Ο Μποχώρης ήτανε δηλαδή αδελφός του πατέρα σου Δημήτρη Μπόγρη. Τι θυμάσαι για τον Μποχώρη;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:΄Επαιζε καλά ,πολύ καλά, αυτός όμως δεν έπινε, ήτανε άλλοι που πίνανε πολύ..
ΣΠΥΡΟΣ: Γιαγιά για πές μας τώρα για τα αδέλφια σου που παίζανε όργανα και τραγουδούσανε.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Από τα αδέλφια μου... ο Σπύρος που έπαιζε κλαρίνο, ο Γιάννης ο “καγκουρό” χα.χα. άκου όνομα που του δώσανε, ω...άμα ακούγατε το Γιάννη μπουζούκι που έπαιζε!... Η γιαγιά μου τραγούδαγε, Κατίγκω Γρυπαίου τη λέγανε...τραγουδούσε πολύ ωραία, είχε πολύ φωνή....θυμάμαι ένα τραγούδι που έλεγε, “Ανάμεσα στο ρήγο και στον καβομαλλιά καράβι κινδυνεύει Παναγιά μου μεσ΄τα βαθιά νερά... βοήθα Παναγιά μου να το γλυτώσουμε...” από κει πήρε ο Σπύρος (ο εγγονός), σόι πάει το βασίλειο... φωτογραφία Ο Σπύρος μας έπαιζε κλαρίνο. Αχ, σκοτώθηκε και άφησε 18 χρονών γυναίκα και παιδί. Σε ατύχημα σκοτώθηκε. Είχε χιόνια, και είχε πάει στο κυνήγι...έπεσε και χτύπησε σε μια πέτρα. Κοίτα λεβέντης (δείχνει φωτογραφία) ήτανε μεγάλο χτύπημα όταν χάσαμε το Σπύρο.
ΣΠΥΡΟΣ: Πίσω από τη φωτογραφία έχεις γράψει κάτι, θέλεις να μας το διαβάσεις;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (διαβάζει) ...“Αχ, χάρε τι μας έκανες, δεν σκέφτηκες κανένα, ήταν μια μέρα θλιβερή μια μέρα του Φλεβάρη κι έπεσε ο χάρος σαν λιοντάρι σ' αυτό το παλικάρι. Ήτανε 12 του μηνός , μια μέρα γεμάτη χιόνι, για το παλικάρι, για δες κορμί που διάλεξε ο χάρος για να πάρει. Είχε γυναίκα και παιδί, μάνα αδελφές κι αδέλφια που δεν τον ξεχνούν ποτέ όσο κιαν περάσει.”
ΣΠΥΡΟΣ: Ο παππούς τι όργανα έπαιζε; Πήγαινε και στα πανηγύρια;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί. Δεν πήγαινε στα πανηγύρια. Πιο πολύ στα σπίτια στις γιορτές στους γάμους έπαιζε. Άμα έβλεπε κανένα του μίλαγε με τραγούδι... Έφτιανε και βιολιά, και διάφορα. Πέθανε πριν δυο χρόνια. Ήτανε 107 χρονώ.
ΑΛΕΞ: Το παρατσούκλι του ποιό ήτανε;
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Δεν είχε παρατσούκλι, τον φωνάζανε “μπάρμπα κυρ Μήτσο” , έτσι τον ξέρανε όλοι. Αν ζούσε τώρα θα καμάρωνε για το Σπύρο. Όλοι τον καμαρώνουμε.
Ο Σπύρος έκλεισε την όμορφη κουβέντα μας μιλώντας για τον παππού του, “μπάρμπα κυρ Μήτσο”..
ΣΠΥΡΟΣ: Θυμάμαι τον παππού, τον γνώρισα. Δεν έπαιζε καθόλου τότε, ήταν πολύ γέρος. Μια φορά καθόμαστε στην αυλή με την Ιωάννα (Βατικιώτη), είχε φέρει και το βιολί της και παίζαμε. Ο Παππούς καθόταν κάτω από το δέντρο στην άκρη της αυλής, δεν άκουγε καθόλου. Εμείς παίζαμε και νομίζαμε ότι δεν μας άκουγε. Όταν τελειώνει το τραγούδι, μας λέει : “μπράβο πολύ ωραία παίζετε”, ενώ δεν άκουγε σχεδόν καθόλου! προφανώς τη μουσική μπορούσε να την ακούει...
Κείμενα-επιμέλεια: Γεωργία Σταυριανέα