Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Βαγγέλης Σοφικίτης, αναμνήσεις απο τα χρόνια της μουσικής "αθωότητας"...

Το οδοιπορικό μας στη μουσική αιγινίτικη παράδοση, αυτή τη φορά, μας οδήγησε στη βόρεια πλευρά του νησιού, προς τους Άλωνες. 

Ο Αλέξανδρος Σπίντζινγκ μαζί με τη Γεωργία Σταυριανέα και τη Μαρία Σοφικίτη, φοιτήτρια και ενεργό μέλος της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας, συναντήσαμε τον Βαγγέλη Σοφικίτη, τον παππού της Μαρίας, παλιό οργανοπαίχτη και γνώστη της παραδοσιακής Αιγινίτικης μουσικής. 

Η εγγονή του η Μαρία, είναι μία από τις γλυκιές “καρδερίνες” της Εστουδιαντίνας Αίγινας, τραγουδάει και παίζει μπουζούκι με δεξιοτεχνία ,συνεχίζοντας άξια την οικογενειακή παράδοση. Όπως ή ίδια μας είπε, την αγάπη της για τη μουσική, την άντλησε μέσα από τον θαυμασμό για τον παππού της, και τα μουσικά του ακούσματα που υπήρχαν πάντα μέσα στην οικογένεια, σε γιορτές, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Η Μαρία φοιτήτρια πλέον, υποσχέθηκε να συνεχίσει την Αιγινίτικη και όχι μόνο, λαική μουσική παράδοση παίρνοντας τη σκυτάλη από τον παππού της. 

Μέσα από μια εντυπωσιακά καταπράσινη διαδρομή, φτάσαμε στη Βλυχάδα, όπου σε μια πανέμορφη γεμάτη βλάστηση αυλή μας υποδέχτηκε ο κυρ Βαγγέλης με την συμπαθέστατη οικοδέσποινα κυρία Όλγα Κοντοκώστα...



Ο κυρ Βαγγέλης Σοφικίτης είναι  ένας σεμνός άνθρωπος, ένας αυτοδίδακτος μουσικός που πέρασε όπως όλη η γενιά του δύσκολα χρόνια, ζώντας στη μεταπολεμική εποχή. 

Οι μουσικοί της γενιάς του, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, είναι άξιοι θαυμασμού δεδομένου ότι τα μουσικά ερεθίσματα της εποχής ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στα πανηγύρια άκουγαν μουσική. 


Όπως ο ίδιος ο κυρ Βαγγέλης μας περιέγραψε, οι διαδρομές από το χωριό μέχρι τις πόλεις όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν με κάποιους άλλους μουσικούς και να ανταλλάξουν ενδεχομένως γνώσεις και μουσικές εμπειρίες, ήταν με τα πόδια, άρα χρονικά τουλάχιστον απαγορευτικές, πράγμα που έκανε ηρωική την προσπάθεια κάποιου, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, να κατασκευάσει μόνος του ένα μουσικό όργανο και να μάθει μουσική. Αυτό στην ελληνική γλώσσα σημαίνει “έρωτας”, και οι παλαιοί παραδοσιακοί οργανοπαίχτες μας ήταν βαθιά ερωτευμένοι με τη μουσική... 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κύριε Βαγγέλη, πες μας για τα χρόνια εκείνα. Τους μουσικούς που γνώρισες, τις συνθήκες και ότι θυμάσαι από τα πανηγύρια, τη μουσική, τα τραγούδια της παλιάς Αίγινας. 

 ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εγώ όλους τους γνώρισα , όλους τους θυμάμαι τους παλιούς μουσικούς. 

ΑΛΕΞ: Θα μας πείτε μερικά ονόματα, μερικά πράγματα; γιατί θέλουμε να φτιάξουμε μια λίστα με τα ονόματα και να μάθουμε όσο περισσότερα μπορούμε για εκείνους. 

ΒΑΓΓ: Και βέβαια να σας πω... Λοιπόν, εγώ τα παιδικά μου χρόνια γνώρισα όλους τους μουσικούς που ήτανε.... ήτανε κυρίως βιολιστές, σαντούρι, και λαούτο... άλλα όργανα δεν υπήρξαν στην Αίγινα, ούτε κλαρίνο, ούτε τίποτα. Οι χοροί και τα τραγούδια δεν υπήρχανε εδώ στο νησί, είχαμε τη Μωραΐτικη μουσική εμείς εδώ, απέναντι της Πελοποννήσου, τα καλαματιανά, τα συρτά... Τσάμικα ούτε για δείγμα, καθόλου... είχαμε τον μπάλο, συρτό πολύ.. και συρτό σιλιβριανό, και μια σούστα τοπική ήταν εδώ, που πάλι χορευότανε όπως ο μπάλος, ζευγάρια. Αυτοί ήταν οι χοροί, και μ' αυτά τα κομμάτια όλα, ήτανε δέκα; είκοσι κομμάτια; βγάζαμε το πανηγύρι, το γάμο, αυτά ήτανε. Να περιγράψουμε τους μουσικούς τώρα... από τους βιολιστές, πρώτος ήτανε...ήτανε ο Γεώργιος Κατσούλης από την Αίγινα, αυτός ήτανε και δάσκαλος, ο ανώτερος... εγώ τον γνώρισα... ήμουνα εγώ δεκαπέντε χρονώ, αυτός πρέπει νάτανε εβδομήντα πέντε, τόχε παρατήσει δεν έπαιζε πια, είχε αποτραβηχτεί, αλλά όταν έπαιζε, είχε σαντούρι τον Δημήτρη Παγκέ... 

ΑΛΕΞ: Σε ποια χρονολογία αναφερόμαστε περίπου; 

ΒΑΓΓ: Χρονολογία; Πρέπει να ήταν το... 1956, κάπου περίπου εκεί 1957... αυτοί οι δύο ήταν στην Αίγινα... 

ΑΛΕΞ: Αυτοί οι δύο είχαν και λαούτο; 

ΒΑΓΓ: Όχι, όταν τους γνώρισα εγώ, που λίγο τους εγνώρισα, είχαν μόνο το σαντούρι και το βιολί αυτός ο Κατσούλης στο βιολί. Ητανε και στην Κυψέλη ένας, ο Μιχάλης Παυλινέρης βιολιστής, αυτός ήταν του ωδείου όμως , ήξερε μουσική, έπαιζε...”έπαιζε” δηλαδή... δεν μπορώ να πω όπως παίζανε οι άλλοι, το έπαιζε πιο πολύ με νότες... καλός βιολιστής... κι αυτός έπαιζε με τον ίδιο σαντουριέρη, τον Παγκέ. Ήτανε μετά στην Πέρδικα, ένας ... λεγότανε Τάσος Μπόγρης ή Μποχώρης, όταν τον γνώρισα εγώ δεν έπαιζε, τόχε παρατήσει, ήτανε εφάμιλλος του Κατσούλη, δυο βιολιά ήτανε... αυτοί... Νομίζω ότι αυτός ήτανε μαθητής του Κατσούλη,και έπαιζε με έναν αδελφό του λαούτο. Ο αδελφός του που έπαιζε το λαούτο, όπως είχα ακούσει, εγώ δεν τους ήξερα, όταν ερχότανε στο κέφι, το λαούτο το έπαιρνε λένε εδώ ( στους ώμους), και τόπαιζε εδώ απάνω (στο σβέρκο) το λαούτο του, αλλά δεν τονε γνώρισα, τον βιολιστή τον γνώρισα, και πήρα και το πρώτο μου βιολί από αυτόν τον άνθρωπο... 

ΑΛΕΞ: Τον Μποχώρη δηλαδή; 

ΒΑΓΓ: Ναι, τον Μποχώρη, αλλά πως έπαιζε; δεν ξέρω... ότι είχα ακούσει από τους μεγαλύτερους, ότι ήτανε άσσος... Έπειτα ήτανε στο Μεσσαγρό μια κομπανία, βιολί, σαντούρι, λαούτο, αυτοί δεν χωρίζανε, ήτανε οι τρείς δεμένοι. Αυτούς τους εγνώρισα πολύ καλά... καμιά φορά όταν είχα αρχίσει κι εγώ να παίζω λίγο βιολί, μόνος μου ε; αυτοδίδακτος.... και ο βιολιστής ήτανε ένας καλός άνθρωπος... και πήγαινα... όπου ήτανε τα όργανα κι εγώ γύρω γύρω... πήγαινα για να ακούω, μου έλεγε: “έλα Βαγγελάκη, έλα να με ξεκουράσεις” και μούδινε το βιολί να παίξω. Ε... τι να παίξω; εμένα με έπιανε τρέμουλο, τελος πάντων μου τόδινε κι έπαιζα κανένα κομματάκι μαζί με όλη την κομπανία, ήτανε καλός άνθρωπος, λεγότανε Ηλίας Χαλδαίος, ο σαντουριέρης λεγότανε Γεώργιος Λορέντζος, κι είχανε κι ενα λαούτο τον Μανώλη Λεούση, Μεσαγρίτες ήταν αυτοί... πάει... κλείσανε κι αυτοί... Έπειτα ερχόμαστε απάνω στα χωριά, στο Ανιτσαίο, εκεί ήτανε τρία αδέλφια, Κανάκηδες λεγόντουσαν, Κανάκης ήταν ο Γιώργος, έπαιζε βιολί, καλό βιολί και αυτός, ο αδελφός του ο Μάνθος λαούτο, καλός λαουτιέρης, και ο τρίτος ήταν ο Αντώνης, βιολί πάλι, τρία αδέλφια, καλοί ήτανε... Έπειτα... κάτσε να θυμηθώ... τελευταίο αφήσαμε τον Άπορο, τον Γιώργη τον Βατικώτη ή “άπορος,” αυτός έμεινε ο τελευταίος βιολιστής στην Αίγινα. Καλό βιολί και αυτός αλλά νευρικό, έπαιζε νευρικό βιολί, άμα ερχόταν και στο κέφι... τοκανε το δοξάρι...ουου! πήγαινε στον αέρα... και αυτός είχε σαντούρι τον Τάσο τον Κρεούζη από την Αίγινα. Αυτός, ο Κρεούζης, ήτανε γεροντάκος και άμα κουραζόταν, τότε που παίζανε μερόνυχτα στα πανηγύρια και στους γάμους, κοιμότανε, κοιμότανε και έπαιζε το σαντούρι, αλλά... καλό σαντούρι, και καλός άνθρωπος. Αυτοί ήτανε... ήτανε κι άλλος ένας, στην Πέρδικα, ο Παντελής ο Αμάφης, αλλά αυτός δεν έβγαινε στα πανηγύρια, έπαιζε εκεί μέσα στο χωριό του, πήγαινε σε κανένα γάμο, καλό παιδί και αυτός... Άλλος...ο Τζίτζης που έπαιζε βιολί. Δεν τον είχα ακούσει, ο αδελφός του είχε παντοπωλείο μέσα στην Αίγινα, εκεί που ήτανε του Γουδή παλιά, από αυτούς ήτανε. Άλλοι;... ήτανε και στην παχιοράχη ένας ,γέρος και αυτός, ο μπάρμπα Γιάννης ο Μέγας, έτσι τον λέγανε, ήτανε τυφλός τελείως, δεν έπαιζε πολύ αυτός, ήτανε μεγάλος άνθρωπος ο μπάρμπα Γιάννης, τον είχα γνωρίσει.. Από κει και πέρα οι σκοποί και τα τραγούδια ήταν όπως τα περιγράψαμε, δεν είχαμε κάτι διαφορετικό....

ΑΛΕΞ: Είχα γνωρίσει ένα βιολιτζή πριν τέσσερα χρόνια, δεν έπαιζε τότε και ήταν εκατόν τεσσάρων χρονών... είπε πως έπαιζε παλιά και ήταν από την Πέρδικα και αυτός. Έλεγε πως έπαιζε και στην κατοχή, είχανε φτιάξει ένα σχήμα είπε και παίζανε. Αυτός έπαιζε και ευρωπαϊκά τραγούδια, ίσως είχε κάνει και σπουδές, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τον ακούσουμε, ήταν όπως είπα εκατόν τεσσάρων ετών... 

 ΒΑΓΓ: Δεν τον ξέρω... αυτοί ήταν τότε όσοι γνώρισα εγώ, παλιά ήτανε και άλλοι. 

ΑΛΕΞ: Πες μας τώρα και για σένα... 

ΒΑΓΓ: Εμένα μου άρεσε πολύ η μουσική και κυρίως τα ένχορδα όργανα, το βιολί κυρίως. Στα πανηγύρια πάντα γύρω γύρω στα όργανα ήμουνα, για να ακούω, γιατί την εποχή αυτή δεν υπήρχανε, ούτε ραδιόφωνο δεν υπήρχε, ούτε κασέτες, ούτε σι ντι, ούτε όλα τα χίλια μυστήρια που υπάρχουνε σήμερα, περιμέναμε να πάμε στο πανηγύρι για να ακούσουμε μουσική, να χορέψουμε, ή στο γάμο. Μου άρεσε τόσο πολύ που προσπάθησα, δυστυχώς δεν πήγα ούτε σε δάσκαλο ούτε πουθενά, γιατί εδώ αυτοί οι μουσικοί που ήτανε, ήτανε με άλλα επαγγέλματα, δεν περιμένανε να ζήσουνε με το βιολί στο χέρι, άλλος ήτανε αγρότης, άλλος ήτανε ψαράς, άλλος ήτανε εργάτης, άλλος ήτανε... τα πάντα... όλοι ζούσανε με αυτές τις δουλειές, το βιολί το είχανε για το πανηγύρι ή για το γάμο, και μακρυά από το χωριό που έμενα εγώ, στην Αίγινα πήγαινα με τα πόδια, στην Πέρδικα με τα πόδια. Και τα όργανα μόνοι μας τα φτιάχναμε, τα πρώτα τουλάχιστον. Αυτοσχεδιάζαμε, ότι είχαμε δει στα πανηγύρια, δεν είχαμε φωτογραφίες. Ε.. παίζανε και δεν παίζανε, πόσο μπορεί να παίξει ένα σκέτο ξύλο;

                                                            Το πρώτο όργανο του παππού, ανεκτίμητη αξία

 
 

 
ΑΛΕΞ: Πού μένατε; 

ΒΑΓΓ: Στον Κύλινδρα... τρείς ώρες μέχρι την Αίγινα με τα πόδια. Στην Πέρδικα άλλες τρεις ή τρισίμισι ώρες, ε... δεν γινότανε, που να πας να σου δείξει κάποιος; και δεν... μόνος μου, έφτιαχνα αυτοσχέδια βιολιά, και προσπαθούσα, αλλά πως να παίξει;, μπορεί να παίξει τώρα ένα ξύλο με ένα σύρμα πάνω; (γελάει).... 

ΑΛΕΞ: Οπότε με τη μουσική...αυτό που λέμε ερασιτέχνης.. 

ΒΑΓΓ: Ερασιτέχνης, ερασιτέχνης και αυτοδίδακτος. 

ΑΛΕΞ: Μου αρέσει αυτή η λέξη “ερασιτέχνης”, γιατί δείχνει ότι κάποιος το κάνει από αγάπη... 

ΒΑΓΓ: Οτιδήποτε δουλειά άμα δεν την αγαπάς, ότι δουλειά και αν είναι, δεν την κάνεις... Εμένα μ΄αρεσε, για τρία χρόνια το έκανα τριάμισι... έπειτα πήγα στο ναυτικό, τελειώσανε όλα, δεν το συνέχισα δηλαδή. 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες σε πανηγύρια; 

 ΒΑΓΓ: Καμιά φορά, στις αρχές, μετά... με φωνάζανε καμιά φορά, ήτανε στον Κύλινδρα ένας λαουτιέρης Νίκος Μαυρέας, πολύ καλός, το λαούτο δεν το έκανε ακομπανιαμέντο, τόπαιζε σόλο σαν μπουζούκι, σόλο, ότι έλεγε και το βιολί έλεγε και το λαούτο, του , πολύ καλός...κι αυτός αυτοδίδακτος ήτανε. Εκείνη την εποχή όλοι αυτοδίδακτοι ήτανε, δεν υπήρχανε σχολές, και οι βιολιστές που υπήρχανε δεν δείχνανε όπως προείπα , οι περισσότεροι εκτός ο Παυλινέρης, αυτός ήτανε του ωδείου, όλοι οι άλλοι ήταν αυτοδίδακτοι... 

ΑΛΕΞ: Πολλές φορές οι αυτοδίδακτοι παίζουν με πιο πολύ ψυχή... Έχουν πάθος γι' αυτό που κάνουν, και ακόμα και αν δεν ξέρουν πιο βαθιά τη μουσική, παίζουν πολύ καλά γιατί έχουν αγάπη, ακόμα κι αυτοί που ξέρουν μουσική ...καλό είναι να είναι και λίγο αυτοδίδακτοι, έτσι θα έχει και ο καθένας το ξεχωριστό του ύφος. 

ΒΑΓΓ: Μα σας είπα, οι παλαιοί ήταν όλοι αυτοδίδακτοι, και όλους αυτούς που σας περιέγραψα τώρα,όλους τους βιολιστές, αν μου τους βάλετε κάπου μακρυά, να μη τούς βλέπω, κι αρχίζουνε και παίζουνε ένας ένας, θα σας πω, αυτός είναι ο άπορος, αυτός είναι ο Κανάκης, ο καθένας έχει το δικό του στιλ, αυτός είναι ο Χαλδαίος, αυτός είναι ο Παυλινέρης. 

ΑΛΕΞ:Οι μουσικοί βγάζουν το χαρακτήρα τους στο παίξιμο, βέβαια έχει σχέση και αν έχουν διδαχθεί από τον ίδιο δάσκαλο, λίγο πολύ παίρνουν μια όμοια τεχνική και μια όμοια πορεία, αυτό με τον αυτοδίδακτο δεν ισχύει, γιατί αυτός βρίσκει αυτοσχέδιες λύσεις, βέβαια σε όλα τα όργανα υπάρχουν και διάφορες σχολές, δηλαδή και οι δάσκαλοι δεν παίζουν όλοι το ίδιο... 

ΒΑΓΓ: Εγώ δεν ξέρω από αυτά, αλλά άμα ξέρουνε νότες πάει να πει ότι παίζουνε ίδιο όλοι, εμένα άμα μου δώσετε νότες θα πω κινέζικα γράμματα είναι αυτά, δεν τα αναγνωρίζω... 

 ΑΛΕΞ: Εντάξει τώρα αυτό... οι νότες ίσως να είναι πλέον καμιά φορά ας πούμε μια αναγκαία φυλακή, επειδή και προσφέρουνε αλλά και αιχμαλωτίζουν και τον παίχτη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα... Οπότε ... εσείς είπατε πως παίζατε για τρία χρόνια σε πανηγύρια.. 

ΒΑΓΓ: Ε...ναι... έτσι καμιά φορά ο λαουτιέρης ο Μαυρέας με έπαιρνε καμιά φορά. Αυτός έπαιζε με όλους τους βιολιτζήδες, όλα τα βιολιά τον παίρνανε, όλοι παίζανε ο ένας με τον άλλον, μόνο αυτοί στο Μεσσαγρό δεν χωρίζανε με τίποτα... 

                                                  Φωτό: Β. Σοφικίτης- Γ. Κανάκης- Ν.Μαυρέας

 ΑΛΕΞ: Από αυτούς ποιοι τραγουδάγανε; 

ΒΑΓΓ: Κανένας, τραγουδιστής δεν υπήρχε, μόνο καμιόνια φορά στο κέφι ο σαντουριέρης ή ο λαουτιέρης μπορεί να έλεγε ένα δύο τραγουδάκια κι αυτά μισερά, αν δεν είχε τραγουδιστή δίπλα του δεν γινότανε τίποτα, τα όργανα ότι λέγανε με τη μουσική, δεν υπήρχε τραγουδιστής, με τα όργανα δουλεύανε, με τη μουσική. 

ΑΛΕΞ: Πως ήταν παλιά οι γάμοι και τα πανηγύρια; πόσος κόσμος μαζευότανε; 

ΒΑΓΓ: Συνήθως τότε οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια, δεν υπήρχαν οι ταβέρνες που υπάρχουν σήμερα, γινόντουσαν στα σπίτια, μπορεί να ήταν πενήντα; οι συγγενείς, τα σόγια, οι γειτόνοι, πενήντα εξήντα άτομα, παραπάνω δεν ήτανε... 

ΑΛΕΞ: Συνοδεύανε τη νύφη με τα όργανα; 

                                                         Συνοδεύοντας τη νύφη
 

 ΒΑΓΓ: Ναι, βεβαίως... η νύφη έπρεπε να φύγει με τα όργανα, να πάει στην εκκλησία και να επιστρέψει στο σπίτι με τα όργανα, μετά άρχιζε το γλέντι.. Εγώ το είχα αφήσει το βιολί όταν πήγα στρατιώτης. Μετά γύρισα έκανα οικογένεια, δουλειές, το είχα αφήσει είκοσι χρόνια εικοσιπέντε, ούτε βιολί δεν είχα, αυτό που είχα, το είχα χαρίσει σε κάποιον, δεν είχα βιολί. Μετά μου την έδωσε, είδα κάποιον που έπαιζε βιολί και πήρα ένα από αυτά που φέρνανε οι Ρώσοι από πάνω, ε... μου τη βίδωσε πήγα στον Πειραιά και πήρα ένα, μετά αρχίσαμε με τον παπαΝικόλα και ξεκίνησα να παίζω και να ξαναθυμηθώ κάτι. 

                                                       Οικογενειακές  μουσικές στιγμές...        
 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες και ακορντεόν; 

ΒΑΓΓ: Ε.. κάτι λίγο...Μια φορά θυμάμαι παίζαμε στον Άγιο Σώστη στην Πέρδικα, είχε κλείσει μαγαζί ο Άπορος και μου είπε θάρθεις να παίξουμε, πήγα το πρωί στο μαγαζί αυτό, είχε περάσει το πρωί ο άπορος και είχε αφήσει το βιολί του εκεί σε ένα μέρος, ήρθε κατά τις έντεκα και ήρθε και ο σαντουριέρης, αρχίσαμε να παίξουμε, αλλά το ακορδεόν ήταν παραπάνω από το σαντούρι στο κούρδισμα, δεν γινότανε τίποτα, παραφωνία τέλεια, παίξαμε δυο τρία κομμάτια ο άπορος όπως ήταν και νευρικός, λέει. “Τάσο πάρτο και φύγε” “Θα φύγω” του λέει ο μπάρμπα Τάσος και σηκώνεται, όχι του λέω μπάρμπα Τάσο αν είναι να φύγεις εσύ θα φύγω εγώ, δεν με νοιάζει εμένανε, κάτσε εσύ και θα φύγω εγώ, όχι, δεν με άφηνε ο άπορος. Το παίρνει το σαντούρι και πάει παραπάνω σε ένα μέρος να το κουρδίσει, πήρε τόνο από το ακορδεόν και πάει πάνω σε ένα στενό και έκατσε πάνω από μια ώρα να κουρδίσει... εκατό χορδές ε; ήρθε ιδρωμένος ο γεροντάκος ο καημένος, αχ τι έπαθα σήμερα είπε, ε... μπάρμπα Τάσο εγώ σου το είπα, να φύγω εγώ να κάτσεις εσύ, τέλος πάντων μετά κάτσαμε συντονιστήκαμε, χα.χα.χα....και βγήκανε λέει και τον βρίσανε κιόλας, βρε γέρο εδώ ήρθες να κουρδίσεις; μας ζαλισες χα.χα.χα...βγήκε λέει μια γυναίκα από το παράθυρο και τον έβρισε... ήταν καλός άνθρωπος.. 

ΑΛΕΞ: Το παρατσούκλι σου ποιό ήτανε; 

ΒΑΓΓ: Φυσαγέρης... Τον παπού μου τον λέγανε φυσαγέρη γιατί ήτανε δύο αδελφια αυτοί, κτιστάδες, κτιζαν σπίτια την εποχή εκείνη, λοιπόν, ήταν ενα τραγούδι την εποχή εκείνη που έλεγε “και μας φύσαγε τ' αγέρι να μας πάει και να μας φέρει” και το τραγουδάγανε εκει πάνω στις σκαλωσιές που δουλεύανε και τους το βγάλανε οι “φυσαγιέρηδες”, μετά έμεινε και σε μένα μέχρι σήμερα, δηλαδή εκατόν πενήντα χρόνια... 

 



Η επίσκεψη μας στον Βαγγέλη Σοφικίτη τελείωσε με το μελωδικό βιολί του κυρ Βαγγέλη, που σαν μια μουσική μηχανή του χρόνου, μας ταξίδεψε σε άλλες εποχές, μας μετέφερε με τη δοξαριά του στα χρόνια της μουσικής “αθωότητας”... 



 



 Κείμενα – Επιμέλεια 
Γεωργία Σταυριανέα

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτρης Μπόγρης, ο γνωστός "Μητσάρας", ένας "θησαυρός" της Αιγινίτικης μουσικής παράδοσης.

Βρεθήκαμε στο φιλόξενο τσαρδί του Μητσάρα για ένα νέο οδοιπορικό στο δρόμο της παραδοσιακής μουσικής, συζητώντας αυτή τη φορά με τον Δημήτρη Μπόγρη “Μητσάρα” κατά κόσμο. 
Ο Αλέξανδρος Σπίτζινγκ γνωστός μαέστρος της Εστουδιαντίνας και δάσκαλος παραδοσιακών οργάνων, μαζί με τη Γεωργία Σταυριανέα και το Σπύρο Τζίτζη μουσικό – φοιτητή και ενεργό μέλος της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας , περάσαμε το κατώφλι του παραδοσιακού οργανοπαίχτη που με το προσωπικό του μεράκι, και τη γνώση του στα Αιγινίτικα παλιά παραδοσιακά τραγούδια, έχει δώσει μια ξεχωριστή νότα στην ορχήστρα Εστουδιαντίνα Αίγινας, προσπαθώντας με τη συμμετοχή του να οδηγήσει τα νέα παιδιά στα μονοπάτια της παραδοσιακής Αιγινίτικης μουσικής, δίνοντας έτσι τη σκυτάλη στη νέα γενιά, δεδομένου ότι είναι από τους τελευταίους αν όχι ο τελευταίος από τους Αιγινίτες οργανοπαίχτες που κατέχουν, παίζουν και τραγουδούν, τα παλαιά Αιγινίτικα παραδοσιακά τραγούδια.
Ο Δημήτρης Μπόγρης μένει στην Πέρδικα και είναι ένας αυθεντικός  αγρότης, με τα όμορφα γαϊδουράκια του, τα αλώνια και τα αιγοπρόβατα του. Ταυτόχρονα είναι ένας μερακλής μουσικός, βιολάτορας, που ζωντανεύει την παρέα ή το μαγαζί που εμφανίζεται, με το τραγούδι, την μουσική  και το απαράμιλλο κέφι του.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε την τιμή να τον έχουμε μαζί μας στην οικογένεια της ορχήστρας Εστουδιαντίνα , όπου διδάσκεται και διδάσκει μουσική παράδοση. Αν κάποιος θέλει να τον περιγράψει με τρεις λιτές φράσεις μπορεί να πει: ο Μητσάρας είναι ένα μεγάλο παιδί, ένας ξεχωριστός μουσικός, ένας καλός και αγνός άνθρωπος. 
 
Σας μεταφέρουμε την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε μαζί του, με τον αστείρευτο και χαρακτηριστικό λόγο του Μητσάρα, υποσχόμενοι  να επανέλθουμε για κάτι άλλο παραδοσιακό που κάνει ο “Μητσάρας”, ο οποίος είναι επίσης από τους τελευταίους , αν όχι ο τελευταίος, που κατασκευάζει σέλλες χειροποίητες και μερακλίδικες, καθώς και διάφορα άλλα εντυπωσιακά δερμάτινα αξεσουάρ για άλογα και όχι μόνο..



ΣΠΥΡΟΣ: Τον προπάππο μου τον ήξερες; 

ΜΗΤΣΑΡΑΣ: Τον κυρ Μήτσο; ε.. πως δεν τον ήξερα. 

ΣΠΥΡΟΣ:Τι έπαιζε; θυμάσαι τι όργανο έπαιζε; 

ΜΗΤΣ: Έπαιζε, έπαιζε.... μια φορά ρε συ του κάνανε πλάκα. Είχαμε πάει σ' ένα γάμο, ήταν ανιψιός του ο γαμπρός, και τον είχε πάρει, και του είχε πει μπάρμπα θάρθεις.. Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος είχε ένα βιολί και τόβαζε εδώ (στον ώμο) όχι εδώ (σαγόνι), και το κουρδιζε πολύ χαμηλά. 

ΣΠΥΡΟΣ: Ήξερε να παίζει; 

ΜΗΤΣ: Ε..ήξερε, αυτό που έπαιζε, ας μπορούσε να το παίξει κι άλλος, ο άνθρωπος διασκέδαζε την παρέα του, μια μέρα έτσι έγινε με κάποιον, του λέω εσύ μπορείς να το κάνεις; λέει όχι, τότε γιατί τον κατηγοράς ρε μάστορη; του καθενός η τέχνη είναι σεβαστή, αυτό ξέρει αυτό κάνει ο άνθρωπος... 

ΣΠΥΡΟΣ: Τι τραγούδια έπαιζε δηλαδή; 

ΜΗΤΣ: Τα πάντα, ρε παιδί μου τότε δεν παίζανε άλλα από συρτά και καλαματιανά, μετά με το ράδιο, που ήρθαν οι Κονιτοπουλαίοι εδώ, αλλάξανε λίγο. Τότε χορεύανε συρτά , και καλαματιανά. Και τώρα το συρτό που χορεύουνε κανένα παιδί δεν ξέρει να χορέψει... στους συλλόγους είναι μηχανικά, εγώ θυμάμαι η μάνα μου, όλο το σόι μας που χορεύαμε, και χορεύανε όλοι τους στο χωριό εδώ που ήταν όλοι αρβανίτες, το συρτό ήτανε σαν καγκέλι, σταυρωτός ο συρτός, καμία σχέση με τώρα, είχανε ψυχή τότε και χορεύανε οι άνθρωποι, και λέγανε καμιά φορά, που να χορέψουμε με τους κατσαπλιάδες τους Σφεντουριώτες; ή τους Κερκέζους τους Περδικιώτες που σαλτάρουν πάνω στις πέτρες (γελάει). Το πιο ωραίο Καλαματιανό που έχω δει στην Αίγινα να χορεύουνε... έχω δει την Άννα τη Ρόδη με την Ελένη τη Ρόδη. Ελένη Ρόδη Κοκώλη,δύο αδελφές, χορέψανε κάποτε σ ένα γάμο μεσ' το μαγαζί τους, ήταν αστέρια, δεν έχω ξαναδεί άλλον να χορεύει έτσι στην Αίγινα. Λοιπόν πάμε πάλι στον μπάρμπα κυρ Μήτσο. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και παίζαμε με τον Γιώργο το Μόρτη, και του λέει ένας γείτονας ο Φανούρης, αυτός ο Φανούρης έφτιανε βιολιά. Ήτανε ανάπηρος πολέμου και πολεμούσε κι έφτιανε βιολιά, με τα ψέμματα , αλλά ήταν σωστά ωραία όργανα, υπάρχει ένα όργανο ακόμα από αυτά, το έχει ο ανιψιός του ο Νότης ο Μούρτζης, αυτός που έχει το Ρεμέτζο...Με τέτοιο βιολί έμαθα κι εγώ, του κόλλαγα, τόχε σ΄ενα μπαούλο ο άνθρωπος αλλά, δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί ήταν φθισικός. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και του λέει ο Φανούρης ρε μπάρμπα κυρ Μήτσο ριγκι ριγκι με την τηγανίτα σου, (ήταν στρογγυλό το βιολί), τι πα να παίξεις κι εσύ; παρεξηγήθηκε ο μπάρμπα κυρ Μήτσος, λέει γαμώ τη πα... να μου πει έτσι; ωχ το κέρατο μου.. Αγριεύτηκε ο μπάρμπα Μήτσος σηκώθηκε κι έφυγε. 

ΣΠΥΡΟΣ: Ήταν ο προπάππος μου. 

ΜΗΤΣ: Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος κι ο παππούς μου ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου με τη γιαγιά σου τη Χριστίνα ήταν δεύτερα ξαδέλφια. Στο Σφεντούρι. Ήταν του μπάρμπα Μιχάλη του Μπόγρη παιδιά. Ο μπάρμπα Μιχάλης με τον προπάππου μου τον Σωκράτη ήτανε αδέλφια. Προσφάτως δηλαδή πριν το 1800 (γελάει) ο αδελφός μου με λέει ποντικοφυλάκειο. “κάτσε, λέει, να πάρουμε το ποντικοφυλάκειο στην Αίγινα να μας πει”..(γελάει) 

ΑΛΕΞ: Πες μας για σένα. Ένα σύντομο βιογραφικό, που γεννήθηκες, πως άρχισες τη μουσική, τι κάνεις γενικότερα... 

ΜΗΤΣ: Γεννήθηκα 2/1/του 73.. Δημήτρης Μπόγρης του Σωκράτη και της Βασιλικής... αλλά όλοι χορεύανε και τραγουδάγανε κι απ' τα δύο σόγια, και του πατέρα μου και της μάνας μου.

ΑΛΕΞ: Που γεννήθηκες; 

ΜΗΤΣ: Εδώ, στην Πέρδικα. ΄Επαιζε ο μπάρμπας μου ο Παντελής βιολί, έπαιζε κι ένας αδελφός του μπάρμπα κυρ Μήτσου ο Αναστάσης ο Μπόγρης, ο Τάσος ο Μπόγρης ο Μποχώρης 

ΑΛΕΞ: Μιλάμε για το γνωστό Μποχώρη; που έχουν γραφτεί στίχοι; 

ΜΗΤΣ: Μιλάμε για βιολάτορα, τρομερός, γιάτο; το λέω και ανατριχιάζω.....ο μπάρμπα Τάσος, του λέγανε να μας παίξει το Μποχώρι, το τραγούδι, “άντε του καημένου του Μποχώρη”, παίξε μας το Μποχώρη παίξε μας το Μποχώρη του έμεινε το Μποχώρης. Ο άνθρωπος ήτανε βιολάτορας κι έπαιζε με τον αδελφό του το Βαγγέλη το Μπόγρη λαούτο, και τι έγινε όμως...αυτός ο άνθρωπος 32 χρονών, είχαν βρει τα πιτσιρίκια κάνες από το οχυρό, και δεν ξέρω πως τις γιομίσανε τι είχανε κάνει ,μια εφεύρεση, και έκανε μπαμ... Τώρα πως έγινε δεν ξέρω, σαν το κλειδί που το βάζαμε μεσ' τα σπίρτα και το κοπανάγαμε με την πρόκα κάτι τέτοιο.... και πήγαινε που λες με τα ψάρια στα χέρια ο Βαγγέλης ο λαουτιέρης, με τα ψάρια στο χέρι από την τράτα, και ξυπόλητος, είχε έρθει από το καϊκι, και όπως σημαδεύανε τα πιτσιρίκια εκεί τους λέει “ ρε μουλάρια τι κάνετε εκεί; έλα δω ρε να σας δείξω πως σημαδεύουνε," και με το μπαμ που ακούστηκε, του μπήκε από εδώ (πλάι στο μάτι) ,και του βγήκε από δω (πίσω από το κεφάλι) , και τον άφησε ακαριαία με τα ψάρια στα χέρια ,απόξω στην αυλή του αδελφού του, κι από τότε δεν ξανάπαιξε ο μπάρμπα Τάσος.  

 

ΑΛΕΞ: Εσύ τι παρατσούκλι έχεις; 

ΜΗΤΣ: Χα.χα, “Κατσικά” με λέγανε εμένα, κατσίκες δεν είχα ποτέ μου, αλλά με έπαιρνε από πίσω η κατσίκα της Στέλλας και με λέγανε “κατσικά”. Όλοι όμως με ξέρουνε Μητσάρα.

ΑΛΕΞ: Πες μας με τη μουσική πως ξεκίνησες; 

ΜΗΤΣ: Έπαιζε ο μπάρμπας μου. Όλη μέρα τραγούδια άκουγα, ο πατέρας μου τραγούδαγε , η γιαγιά μου τραγούδαγε, η μάνα μου τα ίδια, ήτανε όλοι καλλίφωνοι. 

ΑΛΕΞ: Θέλεις να μας πεις κάτι για τον μπάρμπα σου; Μερικά στοιχεία; 

ΜΗΤΣ: Και αυτός είχε μάθει από τον Μποχώρη αλλά.. . 

ΑΛΕΞ: Πως τον λέγανε; 

ΜΗΤΣ: Παντελής, Παντελής Αμάφης. Αυτός είχε καταγωγή από Ιταλία, αδελφός της μάνας μου. Αμάλφι ήταν κανονικά, Αμάλφης έγινε εδώ. Ε.. έπαιζε βιολί, αλλά έπαιζε βιολί.... δεν το παράτησε, εγώ το παράτησα. 

ΑΛΕΞ: Ποια ηλικία ήταν τότε περίπου; 

ΜΗΤΣ: Αυτός ήταν γεννηθείς το 32 με 33, 1933, το 35 ήταν η μάνα μου.. Πέθανε το 2005. 

ΑΛΕΞ: Ήξερε μουσική;, νότες; 

ΜΗΤΣ:Εκείνος ήξερε πολλά πράγματα, ήξερε νότες, ήξερε δρόμους. 

ΑΛΕΞ: Είχε πάει σχολείο; 

ΜΗΤΣ: δεν ξέρω αν είχε πάει σχολείο, και βιολί είχε καλό, ακόμα υπάρχει αλλά θάχει διαλύσει μέσα στην υγρασία τόσα χρόνια. 

ΑΛΕΞ: Που είναι αυτό το βιολί; 

ΜΗΤΣ: Το βιολί το έχει η θεία μου, ο ξάδελφος μου, και του Μποχώρη το βιολί υπάρχει, και αυτό Στραντιβάριους είναι, του 1753 του θείου μου καλό βιολί καρυδιά, και το άλλο του Μποχώρη είναι σαν τσιγγάνικο βιολί, είναι σκαλιστό, έχει σκαλιστή τριανταφυλλιά πίσω στα κλειδιά από τη μια πλευρά και από την άλλη, και από κάτω είναι με κύκλους, έχει δυο σταφύλια θυμάμαι, αλλά ήταν βιολί όμως. Το έχει ο ανιψιός του, ο γυιός του λαουτιέρη, ο Γιάννης ο Μπόγρης. 

ΑΛΕΞ: Άρα όλοι γύρω σου παίζανε και τραγουδάγανε; 

ΜΗΤΣ: Ναι όλοι παίζανε και τραγουδάγανε κι εγώ στην αρχή ξεκίνησα με το Μόρτη με ένα μπουζούκι και ένα τζουρά, αλλά... δεν μου άρεσε... Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή, εν τω μεταξύ εμείς κάτω νοικιάζαμε δωμάτια, καμία σχέση με ζώα, ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, η μάνα μου μοδίστρα, μετά τους έμπλεξα εγώ με τους διαόλους, λίγα κάναμε για πλάκα και μετά το πάθαμε..."καλαμπουρι καλαμπούρι τόφαγε η γρια τ' αγγούρι” χα.χα.χα... Λοιπόν, νοικιάζαμε δωμάτια και είχε έρθει κι έτυχε να μένει στο σπίτι μας ο μπάρμπα Γιάννης ο Μουφλουζέλης, και σιγά σιγά ήρθε ο Μόρτης κάναμε παρέα, ο άνθρωπος με το μπουζούκι έπαιζε και κάναμε παρέα και με ένα άλλο ζευγάρι που είχε έρθει,έπαιζε πολύ καλό μπουζούκι, και μια και κάναμε παρέα μας έδειχνε και δυο πράγματα, όμως εμένα δεν μ' άρεσε, και αφού είχαμε το γείτονα που έφτιαχνε μου έφτιαξε ο πατέρας μου μια λίρα από ξύλο, από στύλο της ΔΕΗ, κι αυτό έβγαζε δηλητήριο, και μούχε τρυπήσει όλα τα παντελόνια, και βρώμαγε κιόλας, χα.χα.χα. σαν κουτάλα ήτανε, δεν μ' άρεσε... της τραβάω μία κι εγώ κάτω την έσπασα, και σιγά σιγά, σιγά σιγά έφτιαξα με το γείτονα δίπλα μία της προκοπής, 'άλλη, άλλη, άλλη, μέχρι πούφτιαξα μια λίρα της προκοπής, και γκρι γκρι γκρι, γκρι γκρι γκρι το παλέβαμε εκεί, φτιάξαμε κι ένα βιολί μετά, από τελάρα, από το μανάβικο τότε από τον πατέρα μου, σιγά σιγά παιδευόμαστε εκεί, είχαμε φτιάξει κι ένα χνάρι, και τα ζεσταίναμε, τα βράζαμε, και τέτοια...

ΑΛΕΞ: Σε τι ηλικία περίπου; 

ΜΗΤΣ: Μιλάμε για το 86, 12 -13 χρονών. Εκεί σιγά σιγά φτιάξαμε ένα βιολί , της κακιάς ώρας, και έπαιζε δεν έπαιζε, ξεκουρδιζότανε, εν τω μεταξύ εγώ δούλευα και στο Μουντιμπεϊ. Μια μέρα εκεί που γλεντάγαμε μου λέει ο αδελφός μου, για φέρτο δω αυτό... του το δίνω, κάνει μια έτσι στο γόνατο το σπάει, πάρτο κι αϊ στο διάολο μου λέει, του δίνω κι εγώ μια κλωτσά και πάει κάτω στο δρόμο. Την άλλη μέρα με τσακώνει από το σβέρκο και πάμε στην Αληπέζα στον Αργύρη το Βάιλα και πήρα το πρώτο βιολί, ένα κινέζικο δεκαπέντε χιλιάδες τότε. Και το πήρα κι άρχισα ρι, ρι, ρι, ρι...ρι, ρι, ρι, ρι τους ξύπναγα όλους, με βρίζανε στη γειτονιά.

ΑΛΕΞ: Με ποια τραγούδια ξεκίνησες; 
ΜΗΤΣ: το πρώτο τραγούδι που έπαιξα ήταν “Σιγά την άμαξα”, και επειδή ήταν Χριστούγεννα και τον Άγιο Βασίλη... κι όλη την ώρα ρι,ρι, ρι, ρι, ρι,ρι... Είχα μεγάλη τρέλα....Ααα. Το παιδί πρέπει να τρώει, να κοιμάται και να ξυπνάει με το όργανο άμα το αγαπάει, φαίνεται ο άνθρωπος άμα έχει σεβντά, όπου και να πήγαινα μαζί τόχα, πίσω από τον παππού μου με το μουλάρι και τη λίρα την είχα στα χέρια, ότι θέλεις το μαθαίνεις.

ΑΛΕΞ: Εσύ με το Μόρτη και το Μουφλουζέλη πήγαινες για να μάθεις μπουζούκι; 

ΜΗΤΣ: Ναι... μπουζούκι μάθαινα. Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή... Έτσι ξεκίνησα, έμαθα μερικά, μετά πήρα το βιολί κι άρχισα να παίζω. Τα παράτησα όμως, τα παράτησα, γιατί κακά τα ψέμματα, με μπουζούκι δεν μπορείς να παίξεις, κι όταν ο άλλος θέλει να σε έχει να σε χειραγωγεί, δεν μπορείς να παίξεις....πάει, δεν μπορείς να παίξεις... 

ΑΛΕΞ: Τα τραγούδια τα παλιά που παίζεις, που παίζεις ακόμα, και ίσως είσαι ο μόνος που τα ξέρεις, ίσως κάποιοι τα τραγουδάνε ακόμα , αλλά εσύ είσαι γνώστης, πώς τα έμαθες; 

ΜΗΤΣ: Από τη γιαγιά μου, της έλεγα “πες μου ρε γιαγιά ένα τραγούδι, και από τη μάνα μου, αλλά πιο πολύ η γιαγιά μου, και της έλεγα στα τελευταία, άντε ρε γιαγιά πες μου ένα τραγούδι, και μου έλεγε, αχ μάτια μου, τάχα μέσα σ΄'ενα ταγάρι (τα τραγούδια) και μου κόπηκε το ταγάρι, κι έπεσε από το μουλάρι και τάχασα. Ποιο μουλάρι; η καημένη ήταν άρρωστη και δεν είχε φωνή να μου τα πει.

ΑΛΕΞ: Πότε ξεκίνησες πάλι να παίζεις; Ξεκίνησα ξανά με το Θωμά ένα φίλο μου. Ήρθαμε σε μια εκδήλωση της Εστουδιαντίνας για την Άλωση της Πόλης και είπε στο μικρόφωνο ο Αντρέας ότι όποιος ξέρει τραγούδια από την παράδοση της Αίγινας, από πέντε μέχρι εκατόν πέντε χρονών και θέλει να βοηθήσει είναι δεκτός, χρειαζόμαστε βοήθεια, αν θέλει να έλθει στην ορχήστρα μας. Έτσι έμαθα λεπτομέρειες ήλθα στην ορχήστρα. Δεν έπαιζα γιατί δεν μπορούσα. Τα όργανα πρέπει να ταιριάζουνε σαν τα μουλάρια στ' αλέτρι. Να τραβάνε και τα δύο σύμφωνα δηλαδή, να τραβάνε στην αυλακιά και τα δύο σύμφωνα, και όντως έτσι είναι, όταν ο ένας είναι σκυλάς και ο άλλος παραδοσιακός δεν μπορεί να σου δώσει ο άλλος. Γι' αυτό και τα παράτησα, δεν μπορούσα να παίξω. Για οκτώ χρόνια δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. 

ΑΛΕΞ: Θυμάσαι ακόμα έτσι παλιά πανηγύρια εδώ στο νησί; πιο παραδοσιακά από τα σημερινά; 

ΜΗΤΣ: Ναι.. θυμάμαι, του Άγιου Σώζου με τον Άπορο να παίζει στο Σφεντούρι, και του Αγίου Κωνσταντίνου πάλι στο Σφεντούρι. Παντού, και στους Λαζάρηδες, που έπαιζε ο Γιώργος ο Μπαρδάκος, και ο Γιώργος Λαζάρου από το Μεσαγρό με το Βάγια Σουλαρίκη, που έπαιζε βιολί και ήταν από τη Λήμνο, ο Μπαρμπακογιώργος εκεί έπαιζε μπουζούκι.

ΣΠΥΡΟΣ: Κυρίως δηλαδή τα όργανα ήταν βιολί και μπουζούκι. 

ΜΗΤΣ: Ναι βιολί μπουζούκι... Παλιά υπήργχε ο Λάγιος που έπαιζε βιολί στην Παχιαράχη, κι ο Μέγας ήταν από την Παχιαράχη, Γιάννη τον λέγανε, τώρα το Μέγας μάλλον παρατσούκλι ήταν, το επώνυμο η Τρίμης, ή Κοσμάς, κι ήταν κι αόμματος ο άνθρωπος, έβλεπε πολύ λίγο. Ο Λάγιος ήταν στους Αποσπόρηδες κι έπαιζε λαούτο, επίσης λαούτο έπαιζε ο Μαυρέας στον Κύλινδρα, στον Μεσαγρό ήταν μια ζυγιά όργανα, σαντούρι και βιολί, ο Ηλίας Λεούσης έπαιζε βιολί. Υπήρχε ο μπάρμπα Τάσος ο Κρεούσης που έπαιζε σαντούρι. Είχαμε πολλούς σαντουριέρηδες. Ερχόταν και ο Αραπάκης κι έπαιζε με τον Άπορο. Ο Άπορος έφερνε κι έναν κλαρινιέρη τον Χριστόφορο. Γινόντουσαν πολλά πανηγύρια ρε παιδιά, τώρα δεν υπάρχουν. 

ΑΛΕΞ: Πότε σταμάτησαν; 

ΜΗΤΣ: Σταμάτησαν το 92 περίπου. Μεγάλο πανηγύρι γινόταν της Αγιά Παρασκευής στους Καπότηδες. Πολλά γινότανε. Γινότανε στην Αγιά Τριάδα στον ελαιώνα, στην Αγία Τριάδα στο Σφεντούρι, στους Αγίους Θεοδώρους, στον Αη Γιώργη στο Κλίμα, γινόταν μεγάλο πανηγύρι στον Αη Γιώργη στο κλίμα, μάλιστα μια φορά τσακωθήκανε οι Μπενεγιώτες με τους Σφεντουριώτες και κάνανε κι αψιμαχίες, βομβαρδισμούς, τους πλακώσανε στις πέτρες στα καΐκια οι Σφεντουριώτες... δεν μονιάζανε ποτέ. Στους Αγιανάργυρους γινότανε πανηγύρι στη μουριά, στο νεκροταφείο του Σφεντουριού, στον Αγιο Σώζο μεγάλο πανηγύρι πάντοτε με όργανα.

ΣΠΥΡΟΣ: Αν γύρναγες πίσω στο χρόνο, προσπάθησε να πας με τη σκέψη σ' ένα πανηγύρι από αυτά, τι τραγούδι θα έλεγες; 

ΜΗΤΣ: Κατ' αρχήν χορευτικά τραγούδια. Ας πάν να δουν τα μάτια μου, μαντήλι καλαματιανό, τον Αργίτικο, πάρε Μαριώ τη ρόκα σου, τι έχεις Ρήνα μ' κι αρρωσταίνεις, από ζεϊμπέκικα χορεύανε την Πέργαμο σαν αηβαλιώτικο, αμα θέλανε αηβαλιώτικο ζητάγανε την Πέργαμο.  Εγώ θυμάμαι ακόμα και στις μπακαλοταβέρνες που υπήρχανε τελευταία, του Βασίλη του Μούρτζη του Γουλέτα το παρατσούκλι του, και σου λέγανε τα αλάνια οι ψαράδες ,οι παλιοί καπετανέοι με καΐκια, ο Αργύρης ο Μπέσης, σου λέγανε αϊντε φέρε το βιολί σου ρε, και το στήναμε στο έτσι, ερχότανε κι ο μπάρμπας μου ο Παντελής ...ή ο μπάρμπας μου ήτανε πάντα στο μαγαζί να πιεί την κούπα του το μισό το κατρουτσάκι του, έλεγαν βρε Παντελή άντε φέρε το βιολί, μαζί κι ο πιτσιρικάς, μαζί και τα δυό βιολιά και κάναμε γλέντι βρε παιδιά, γλέντι από το τίποτα, να σπάνε τα πιάτα... δεν γίνονται αυτά τα πράματα τώρα. Τα τελευταία γλέντια γίνανε εδώ στο σπίτι από το τίποτα...γλέντια όχι αστεία... την άλλη μέρα δεν είχαμε πιάτα να φάμε, στα πιάτα του σκύλου φάγαμε χα.χα.χα. στο ταψί τρώγαμε.. και όταν κουρεύαμε τα πρόβατα γλέντι να δεις. Μέχρι εδώ κάτω ήταν το μαντρί. Τώρα έβγαλα τα τετράποδα κι έβαλα το δίποδο χα.χα.χα..

Μετά το 90 αλλάξανε τα πράγματα δεν γίνονταν γλέντια. Πολλές φορές τα μαγαζιά μένανε άδεια, στρωμένα και μένανε άδεια . Κάποια φορά είχανε φέρει ένα συγκρότημα από τη Μάνη κάτω στην παραλία, ωραίοι ήτανε, ακορντεόν αρμόνιο, κιθάρα και μπουζούκι, είχανε και μια τραγουδίστρια, περάσαμε ωραία , καλαμπουρίσαμε, είχαμε πάει εγώ ο Μόρτης, κι ο Θωμάς ο Πέπας ο μπουζουξής, παρέα όλοι, τότε είμαστε μαζί... και την άλλη μέρα μπλέξαμε στη Σοφία στου κουτσού την ταβέρνα, και μας λέει η Σοφία, ρε πάτε αλλού σε ξένους και κονομάνε, και σε μας δεν έρχεστε... εμείς είχαμε πιει, είμαστε πάνω στο τσακίρ κέφι, μου λέει ο Μόρτης πάμε ρε; και δεν πάμε του λέω..ήταν και γεμάτο το μαγαζί... Παιδιά έγινε τέτοιο γλέντι, και πάει ένα παλικάρι που δούλευε στο μαγαζί το άλλο το κάτω, και λέει: παιδιά απόψε δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά στο πάνω μαγαζί παίζει ο Μητσάρας, και του λέει ο μπουζουξής, και τι είναι ο Μητσάρας ο Βοσκόπουλος; και του λέει το παλικάρι Βοσκόπουλος δεν είναι, βοσκός είναι, αλλά ...προσέξτε καλά. Ε.... δεν πάτησε παιδιά ψυχή στο κάτω μαγαζί.

 ΑΛΕΞ: Δεν μας είπες, σου έδειξε κάποιος, ο θείος σου ας πούμε βιολί; 

ΜΗΤΣ: Δεν θα πω όπως λένε πολλοί "μόνος μου". Μου έδειξε, και έκλεβα κι ότι μπορούσα.. τώρα στα 46 έμαθα από τον Αλέξανδρο τις νότες κι ακόμα ούτε τις θυμάμαι, αλλά πιάνω με το αφτί. 

ΑΛΕΞ: Και πως ακριβώς σου μάθαινε ο θείος σου; πήγαινες και σου έδειχνε; καθόσουν και τον άκουγες; 

ΜΗΤΣ: Είχαμε μανάβικο δίπλα στου θείου μου, τα σπίτια της μάνας μου και του θείου μου ήταν γύρω γύρω, κι εμείς είχαμε μανάβικο εκεί στης μάνας μου το σπίτι, εγώ κράταγα το μαγαζί, πούλαγα, πούλαγα, αλλά σιγά σιγά ερχόταν εκεί και ο θείος μου και καθόταν. Εγώ του κόλλαγα και τούλεγα δείξε μου, και τον άκουγα όταν έπαιζε, καθόμαστε όλοι μαζί και σιγά σιγά έμαθα... 

ΑΛΕΞ: Θα ήθελες να παίξουμε τώρα μερικά από τα παλιά αιγινίτικα τραγούδια;

ΜΗΤΣ: Πάμε!

 

   Θα μπορούσαμε να περάσουμε πολλές πολλές ώρες με τον αστείρευτο λόγο του Μητσάρα, αφήσαμε όμως και για την επόμενη φορά να πούμε περισσότερα, και κλείσαμε την όμορφη επίσκεψη μας ηχογραφώντας μουσικά κομμάτια από  παραδοσιακά Αιγινίτικα τραγούδια που έπαιξαν ο Μητσάρας με τον Αλέξανδρο και τον Σπύρο και που θα ακούσετε σύντομα από το κανάλι μας στο Υou Τube..


 

 


 

 
Επιμέλεια-κείμενα
Γεωργία Σταυριανέα