Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Ο π. Νικόλας Γαρυφάλου στα βήματα της παράδοσης...

 


   Ο μοναδικός λόγος που η λαϊκή παράδοση δεν εξαφανίζεται στο πέρασμα των χρόνων είναι η αγάπη και το πάθος με το οποίο κάποιοι άνθρωποι τη στηρίζουν και κρατώντας τη σκυτάλη της παράδοσης για να την αφηγηθούν και να την διδάξουν στις νεότερες γενιές.

    Ένας από τους φρουρούς της λαϊκής παράδοσης είναι ο πάτερ Νικόλας Γαρυφάλλου, ο οποίος μας παραχώρησε μια από καρδιάς συνέντευξη.

    Μας υποδέχθηκε στο πατρικό του σπίτι και με τον δικό τρόπο ξεδίπλωσε κομμάτια της ζωής του.

     Ξεκίνησε την αφήγηση του δείχνοντας μας δύο παραδοσιακά όργανα και μας αφηγήθηκε την ιστορία τους. 

                                 Συνέντευξη- Επιμέλεια: Αλ.Σπίτζινγκ -Γ.Σταυριανέα

                                                              


     Η λίρα αυτή είναι έργο των χειρών του Βαγγέλη του Σοφικίτη, οι τρίχες είναι αυθεντικές είναι αλογίσιες τρίχες, και βλέπετε έχει φτιάξει μια λίρα νησιώτικη, και το δοξάρι το έχει φτιάξει κατά μίμηση του βιολιού, δεν είναι δοξάρι τόξο λίρας, γιατί αυτός παίζει βιολί, εγώ άλλαξα τις χορδές, τις έβαλα μεσινέζα, πλαστικές χορδές γιατί εκείνος είχε βάλει παλιές βιολιού και ήθελα εγώ να βγάλω άλλο ήχο. Ε... την έπαιξα εγώ, τότε που μου την είχε φτιάξει πριν δέκα δεκαπέντε χρόνια τη λιρίτσα αυτή , μετά την παράτησα, την έχω έτσι... από τα χέρια του Βαγγέλη, αλλά στα χέρια ενός έμπειρου μπορεί να βγάλει ήχο. 

Είναι ξύλο ελιάς;

 

Είναι ξύλο ελιάς , και το καπάκι, γι αυτό και είναι τόσο βαριά.

Αλλά... από κάτι τέτοιο ξεκίνησε εκείνος το παίξιμο το δικό του στο βιολί μετά, λίρα έφτιαξε ο ίδιος όταν ήτανε μικρός όπως μου έχει διηγηθεί, έπαιξε μόνος του, και μετά έπιασε βιολί.   

Αυτό το μαντολίνο είναι πάρα πολύ παλιό, είναι προπολεμικό, είναι του παππού μου του Νίκου που έμενε εδώ, φέρω το όνομά του, Νικόλαος Γαρυφάλου. Όταν ήμουν φοιτητής στο τέλος της δεκαετίας του ογδόντα του έκανα ένα σέρβις γιατί ήταν σκεβρωμένο. Είχε κατασκευαστεί που λέτε; Είχε κατασκευαστεί στις φυλακές της Αίγινας από κρατούμενο.

Ο παππούς μου έχει δουλέψει στις φυλακές της Αίγινας ως οικοδόμος. Έχουν βέβαια γκρεμιστεί τώρα τα προσκτίσματα που έκαναν στο ορφανοτροφείο του Καποδίστρια. Είχαν γίνει κάποια προσκτίσματα μέσα, κάποια μαγειρεία, βοηθητικοί χώροι, και δουλεύανε άνθρωποι οικοδόμοι από δω ντόπιοι, και εκείνος είχε δουλέψει εκεί μέσα στα νιάτα του, και είχε γνωριστεί εκεί μέσα με ανθρώπους που φτιάχνανε διάφορα... Όπως είναι οι φυλακές στην Αγιά Σωτήρα που λέμε, η εκκλησία των φυλακών, έχει κάτι χώρους δεξιά και αριστερά, αυτοί οι χώροι είναι μεγάλοι... αυτοί οι χώροι ήταν “πάρκινγκ” που έμπαιναν μέσα ζώα και άμαξες, για να φέρουν προμήθειες, από την πίσω πόρτα, και “παρκάρανε” τα ζώα δίπλα στην εκκλησία, πολύ μεγάλοι χώροι, αχανείς... μετά κλείστηκαν αυτοί οι χώροι και ο χώρος αριστερά του ναού, τον θυμάμαι κι εγώ αυτό το χώρο από τα παιδικά μου χρόνια, γιατί το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στις φυλακές... έχω ζήσει τις φυλακές πάρα πολύ, μεγάλωσα στο χώρο αυτό... ο χώρος λοιπόν αριστερά της εκκλησίας έγινε σινεμά των φυλακών,  και ο χώρος δεξιά από την εκκλησία έγινε μηχανουργείο, έφτιαχναν διάφορα πράγματα εκεί, εκκλησούλες με σπίρτα, σπιτάκια, και τα πουλούσαν οι άνθρωποι, ενδεχομένως έφτιαχναν και όργανα, αν υπήρχε κάποιος που ήξερε αυτή την τέχνη, και προφανώς θα υπήρχε.

Εγώ έμπαινα στις φυλακές, ακολουθώντας τον παπά που κάναμε λειτουργίες, από παιδί, ψαλτάκι, κι έχω μπει πολλές φορές μέσα όταν ήταν σε λειτουργία οι φυλακές, στην Αγιά Σωτήρα έχω ψάλλει από μικρό παιδί.


Αυτό λοιπόν (το μαντολίνο) έχει γίνει εκεί. Του κάναμε ένα σέρβις τότε , ο παππούς είχε γεράσει δεν το έπαιζε πια. Όταν εγώ είχα καταλάβει ως μαθητευόμενος τότε στο λαούτο, ότι αυτό έχει το ίδιο κούρδισμα με το λαούτο, γύρισα εδώ ενθουσιασμένο. Με αυτό (το μαντολίνο) έχουν γίνει εδώ στο χώρο που είμαστε πολλά γλέντια, ο παππούς έπαιζε...

Τι έπαιζε; Τι ρεπερτόριο;

Έπαιζε κυρίως αποκριάτικο ρεπερτόριο. Λεμονάκι μυρωδάτο, και τραγούδια της Αίγινας που χαρακτηρίζονται αποκριάτικα, “κυρα Βαγγελιώ” ,“Σαμιώτισσα”, “πρώτη αρχή του έρωτος”,.. και άλλα. Έπαιζε τη μελωδία και τραγουδούσε κιόλας, και ακολουθούσαμε όλοι.

Μέχρι πότε περίπου τραγούδαγε ακόμα; Πότε είχε γεννηθεί βασικά;

Το 1910 είχε γεννηθεί, εδώ στον Ασώματο, και πέθανε το 2000 ενενήντα χρονών. Μπορώ να πω ότι πριν γεράσει πολύ, τραγούδαγε, και κυρίως έψελνε, τραγούδαγε... και μάλιστα εκτός από τα αποκριάτικα αγαπούσε πολύ και τόλεγε με λεβεντιά το “κάτω στου βάλτου τα χωριά”.

Το έλεγε τσάμικο ή κανταδόρικο;

Τσάμικο... παρ' ότι δεν χορευόταν εδώ το τσάμικο. Από κανταδόρικα έλεγε τη “Λαφίνα”, “τους Λιμοκοντόρους... λιμοκοντόρος πέρασε και βρήκε μια δεκάρα, την έβαλε στην τσέπη του να πάρει κουραμάνα”...

 Στην Παναγίτσα, στο γραφείο δίπλα, είχαμε δει κάποτε μια φλογέρα Αιγινήτικη, υπάρχει αυτή;

Μια φλογερίτσα ναι, αυτή η φλογερίτσα είναι κατασκευή ενός βοσκού που δεν ζει πια. Ήταν άνδρας μιας νεωκόρου της Παναγίτσας, και όταν πέθανε εκείνος, της είπα να μου δώσει την φλογερίτσα του άνδρα της σαν ενθύμιο, ήταν μαύρη κατάμαυρη μέσα από το μαντρί, μία σωλήνα είναι, μια σωλήνα του υδραυλικού που είχε κάνει επάνω της ο άνθρωπος τρύπες.

Έπαιζε ο ίδιος;

Έπαιζε ναι, είχε παίξει μπροστά μου αλλά δυστυχώς δεν είχα κάτι να τον μαγνητοφωνήσω.Δεν έπαιζε κάτι γνωστό, έπαιζε όπως παίζει ένας βοσκός, ένα αυτοσχεδιασμό όπως θα λέγαμε, δεν θύμιζε κάτι ούτε από σκάρο ούτε από μοιρολόι Ηπειρώτικο.

Πως ήταν το όνομά του; το θυμάστε;

Κώστας Πανταζής, αλλά έπαιζε μόνος του, εκεί με τα προβατάκια του,  εδώ πάνω στον ασώματο, ένα αυτοσχεδιακό σκοπό, και όταν του έλεγα τι είναι αυτό που παίζεις; μου έλεγε ότι, αυτή τη στιγμή που παίζω λέω...και μου ανέφερε κάποιους ερωτικούς στίχους, στίχος που έβγαινε από μέσα του, δικό του όχι κάτι γνωστό.

Λίρα... άλλα όργανα, παίζανε εδώ;

Όχι, κυρίως βιολί και λαούτο. Δεν έχω μάθει για κάποιον, ότι είχα ακούσει ήταν από τον Βαγγέλη τον Σοφικίτη που μου είχε πει ότι κάποιο εδώ παίζανε λίρα, από κανέναν άλλον, ούτε ο παππούς μου είχε πει ότι παίζανε εδώ λίρα.

Μου άρεσε πολύ η φλογέρα όταν είχα δει τον Μπάμπη να παίζει στη σχολή του Σίμωνος Καρά φλογέρα κλπ, και μου έδειξε, κι έχω φτιάξει κάποιες φλογέρες κι εγώ από αλουμίνιο.
















Οπωσδήποτε φαλτσάρουν λίγο αυτά τα όργανα, αλλά παρ' όλα αυτά έχουμε βγάλει πανηγυράκια ολόκληρα με αυτές τις φλογερίτσες..

 


 Άλλοι πλέον παλαιοί οργανοπαίχτες δεν υπάρχουνε;

Δεν υπάρχουνε, όχι, η αλήθεια είναι ότι το νησί μας είναι φτωχό σε δική του μουσική παράδοση θάλεγε κανείς, γιατί το νησί έχει ερημωθεί αρκετές φορές, έχει σφαχτεί κ.λ.π...

Κόπηκε απότομα όλο αυτό έτσι δεν είναι; Σαν να γύρισε κάποιος ένα διακόπτη.

Ναι, ας πούμε εμείς κάναμε κάτι με τον Αχιλλέα τότε, μια προσπάθεια φοιτητική ας πούμε, να βρούμε, θα έλεγα σε πλαίσια φολκλορικά, να διοργανώσουμε ένα χορό, να διοργανώσουμε μία εκδήλωση, να αναστήσουμε το χορό της Λαμπρής... μετά πήρε τη σκυτάλη ο Μορφωτικός Σύλλογος. Εμείς, παιδιά τότε, μάθαμε για το χορό της Λαμπρής, είχαμε τέτοιο έθιμο δεν το ξέρουμε; να το ξανακάνουμε εμείς, έστω και στα ψέμματα.Πήγαμε τότε επάνω, ήταν τότε νέος ο πατήρ Εφραίμ ο σημερινός Μητροπολίτης, είχε τότε ενθουσιασμό, να πάρετε όργανα,πάρτε χρήματα να πάτε να μάθετε μουσική, να κινηθείτε... Και πήγαμε στην Παλιαχώρα, ήρθε ο πατήρ Εφραίμ τότε, αψήφισε τα πάντα, κόπους κλπ. Μεταφέραμε πράγματα στην Παλιαχώρα, φαγητά, κρασιά, να στήσουμε, να κάνουμε λειτουργία στον Αγιο Γιώργη τον καθολικό. Πριν ο Αη Γιώργης επισκευαστεί... φανταστείτε... να καθαριστεί ο χώρος κλπ. για να λειτουργήσουμε, να πάει ο κόσμος επάνω, να κάνουμε σώνει και καλά το “μικρό χορό” επάνω στη μικρή πλατεία του Αη Γιώργη, Παναγία Φορίτισσα όπως λεγότανε, και μετά να κάνουμε το μεγάλο χορό, να κάνουμε όλα τα έθιμα που είχαμε διαβάσει.


 
Αυτός ο σύλλογος δεν υπάρχει πλέον;

Οχι τώρα δεν υπάρχει, νομίζω τώρα την σκυτάλη την έχετε πάρει ουσιαστικά εσείς η Εστουδιαντίνα, πραγματικά... αυτή την προσπάθεια την έχετε πάρει εσείς. Προσπάθησε μετά από αυτό να έχει τα όργανα η σχολή Βυζαντινής μουσικής, δεν τα κατάφερε σαν σχολή, κράτησε μόνο τη Βυζαντινή μουσική, και αυτό με τα όργανα και την λαϊκή παραδοσιακή μουσική το κάνετε πλέον  εσείς. 

Αυτό που προσωπικά μπορώ να πω εδώ, είναι ότι ο παππούς μου είχε ζήσει στα παιδικά του χρόνια χορό της λαμπρής, όχι στην Παλιαχώρα αλλά στον Ασώματο. Αυτό δηλαδή που έχουμε διαβάσει στα λαογραφικά μουσεία για χορό της Λαμπρής, γινότανε και στις επί μέρους ενορίες στα χωριά.

Δυστυχώς δεν υπήρχε ηχογράφηση τότε για να ξέρουμε τα τραγούδια αυτά, γιατί όταν ανοίξετε να δείτε τα κείμενα που περιγράφουνε το χορό της Λαμπρής, είναι πολλά τα τραγούδια μέσα, έχουμε ακόμα και το τραγούδι του Αη Γιώργη, “Αγιε μου Γιώργη αφέντη μου, κι αφέντη καβαλάρη...” και πολλά πολύστιχα τραγούδια που δυστυχώς δεν τα ξέρουμε... ή... εμένα μου αρέσει να αναφέρεται ένα τραγούδι σε κάποιο Άγιο... όπως ένα τραγούδι που ξεκινάει ο χορός της λαμπρής “ Δόξα νάχει πάσα μέρα, στον Υιό και στον Πατέρα..” τραγούδι που υπάρχει και στις Κυκλάδες αλλά εδώ δεν ξέρουμε πως το λέγανε, το λέγανε σαν τις Κυκλάδες; διαφορετικά; δεν ξέρουμε..

'Εχουμε πολλές φορές ακούσει για παραλλαγές... έχουμε ας πούμε ένα τραγούδι που το παίζουμε και σήμερα στην ορχήστρα της Εστουδιαντίνας το “τούτο το καλοκαιράκι” , που είναι τσάμικο στην Πελοπόνησο, όμως είχαμε την μαρτυρία ότι εδώ παιζότανε καλαματιανό...

Ναι, ναί είναι μέσα στα αποκριάτικα τραγούδια, το θυμάμαι, το έλεγε ο παππούς και αυτό, και το άλλο: “με πήρανε στο ναυτικό μαύρα τα μάτια που αγαπώ”... Αυτά ήτανε σαν να έπιανε ένας καλαματιανός ποτ πουρί, και λέγανε πολλά, πολλά τραγούδια σε ρυθμό καλαματιανό.

Τα λέγανε αποκριάτικα αλλά δεν παιζότανε μόνο τις απόκριες;

Κυρίως τις απόκριες. Δηλαδή μπορώ να σας πω ότι το μαντολίνο όλο τον υπόλοιπο καιρό δεν παιζότανε εδώ, ήτανε μέσα σε μια μεγάλη μαξιλαροθήκη αποθηκευμένο πάνω στην ντουλάπα της γιαγιάς και έβγαινε εκεί μόλις έμπαινε το τριώδιο, του Τελώνου και Φαρισαίου...                                                                                                    Εδώ, σ' αυτό το μέρος, έχουν γίνει πολλές γιορτές, μαζευότανε όλο το σόι και γινόντουσαν γλέντια οικογενειακά. 

                                         Γλέντι Πάσχα 2009.
 
  Άλλοι στην οικογένεια υπήρχανε κι άλλοι μουσικοί; παίζανε κάποιο όργανο;

Οχι, δυστυχώς όχι. Το προσωπικό μου βίωμα ήταν και από εδώ βέβαια στην οικογένεια, αλλά το παραδοσιακό ερέθισμα ήτανε από τη γειτνίαση με τις φυλακές όσο και αν φαίνεται παράξενο. Το σπίτι μου ήτανε στη γωνία απέναντι στις φυλακές, ακούγαμε το καμπανάκι καθημερινά που χτυπούσε για διάφορα πράγματα, να μαζευτούνε για γεύμα ή για κάτι άλλο. Ζήσαμε πολλές εξεγέρσεις μέσα στις φυλακές την περίοδο της χούντας, εγώ ήμουν μικρός αλλά τα θυμάμαι... αποδράσεις, να έρχονται το πρωί και να γεμίζει γύρω γύρω κόσμο, ερχόταν και ο στρατός... εκεί τι γινότανε, πέρα από αυτά , αυτοί που υπηρετούσαν μέσα οι φύλακες, ήταν φίλοι μας, ήταν πολύ νέα παιδιά, αυτοί ...κυρίως κρητικοί, είχαν λίρα, και παίζανε, το βράδυ εκεί που μένανε στους κοιτώνες τους μέσα παίζανε λίρα, και κάποιοι λίγοι πόντιοι, άκουσα λοιπόν από μικρός ζωντανά κρητική λίρα, και τραγούδια, ή ποντιακή... όλα αυτά είναι ερεθίσματα για ένα μικρό παιδί πέρα από ηχογραφήσεις, πέρα από την τηλεόραση που ίσως κάτι έδειχνε.

Θυμάμαι μικρός απέκτησα μια αγάπη για το κρητικό ρεπερτόριο, την κρητική λίρα... πάρτε μου μια κρητική λίρα στα χέρια μου θα δείτε τι θα κάνω... ποιος να μου την πάρει τη λίρα; ποιος να με διδάξει; δεν υπήρχε τότε ο Άλεξ (Σπίτζινγκ) εδώ πέρα... γι ' αυτό ξεκίνησα με τη βυζαντινή μουσική που ήταν από τις λίγες τότε στημένες ας πούμε μουσικές προσπάθειες στην Αίγινα. Υπήρχε ένα ωδείο στο οποίο μάθαιναν πιάνο και κιθάρα, αλλά εκεί συνήθως πήγαιναν μόνο κορίτσια, σπάνια να πάει αγόρι, πηγαίνανε οι δυο ξαδέρφες μου, η μία μάθαινε πιάνο και η άλλη κιθάρα, αλλά εμένα αυτό το ρεπερτόριο δεν με πολυάγγιζε, ήταν έτσι κάπως μελαγχολικό, ... εγώ ήθελα τα του χωριού, εδώ, να πανηγυρίζουμε, του παππού τη μουσική, ή των φυλάκων τις μουσικές που είχαν μια άλλη ατμόσφαιρα.

Τότε ήταν ο κύριος Στέλιος ο Κρητικός, που ήταν ψάλτης στην Παναγίτσα στην αρχή, μετά ήταν ο πρωτοψάλτης στη Μητρόπολη για πολλά πολλά χρόνια... Έκανε η μητρόπολη Ύδρας τη Βυζαντινή Σχολή Μουσικής που υπάρχει μέχρι σήμερα, ο Στέλιος τότε ήταν ο μοναδικός καθηγητής και διευθυντής της σχολής.

Θυμάμαι πολύ δειλά πήγα την ώρα που κάνανε μάθημα στη Μητρόπολη, τότε στο γραφείο της Μητρόπολης ήταν πιάνο, και πήγα κοντά στην πόρτα, γιατί είχα παρακαλέσει πολλές φορές τον πατέρα μου τον μακαρίτη να πάω και να γραφτώ κι εγώ, και ο πατέρας μου ήταν λίγο... ήταν τότε μιας νοοτροπίας διαφορετικής ...άμα θέλεις να πας να γραφτείς... όχι να με πάρει από το χέρι, να με πάει... κι εγώ τότε πήγαινα δημοτικό σχολείο, πήγαινε να γραφτείς στο Στέλιο , γείτονες είμαστε με το Στέλιο, πήγα λοιπόν εκεί που έκανε μάθημα και γυρίζει και μου λέει, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα και συγκινούμαι κάθε φορά, κατάλαβε ότι κάποιος ήταν στην πόρτα και μου λέει: σου αρέσει; Πολύ! του λέω εγώ, κάτσε να τελειώσουμε και να σε δοκιμάσω... έπρεπε να δοκιμάσει τη φωνή, δεν υπήρχε περίπτωση, έπρεπε να μην είσαι φάλτσος για να συμμετέχεις, πράγμα το οποίο σήμερα εμείς δεν το κάνουμε, όποιος έλθει, θα καθίσει δίπλα στους άλλους και ακόμα και αν κάνει παραφωνία θα μαθητεύσει αν θέλει. Τότε δυστυχώς αυτό δεν γινότανε και κάποιοι πικράθηκαν από αυτό το πράγμα, κρίμα, ήταν κρίμα που δεν μπόρεσαν να μαθητεύσουνε.

Πολύ αργότερα μάθαμε για την ύπαρξη ενός καλού ψάλτη και ανθρώπου που έχει προσφέρει πάρα πολλά, δεν ζει βέβαια, ο Εμανούλ Φαρλέκας, αν πείτε σε εκκλησιαστικούς και ψαλτικούς κύκλους το όνομα Φαρλέκας θα σταθούν προσοχή, αυτός ήταν από την Κωνσταντινούπολη, και ήταν μέσα στα γραφεία του Πατριαρχείου, όμως κάποια στιγμή απελάθηκε, και ήρθε στην Ελλάδα και δούλεψε στα αντίστοιχα γραφεία εδώ στα γραφεία της Ιερής Συνόδου, και είναι ο πρώτος που έβγαλε τα δίπτυχα της εκκλησίας της Ελλάδος...

Ο Εμανουήλ Φαρλέκας ήτανε φάλτσος, δεν μπορούσε να ψάλλει, κι όμως στην Κωνσταντινούπολη είχε μαθητεύσει κοντά στους ψάλτες και είχε μάθει τη σημειογραφία και όλα αυτά... τη θεωρητική, και έγραψε ένα έργο τη “Μεγάλη Εβδομάδα” του Φαρλέκα, βιβλίο πολύτομο, που είναι η δυσκολότερη Μεγάλη Εβδομάδα από αυτές που έχουν εκδοθεί. Είναι πολύ απαιτητική σε φωνή και σε τάλαντο και σε γνώση της βυζαντινής μουσικής. Η παρτιτούρα της Μεγάλης Εβδομάδος του Φαρλέκα είχε πολλές απαιτήσεις, και μπορεί να μην μπορούσε εκείνος να την πει, αλλά... την έγραψε. Μια φορά ...καλή του ώρα...με τον Αχιλλέα τον Χαλδαιάκη αποπειραθήκαμε να την ψάλλουμε , βέβαια ο Αχιλλέας μπορούσε να την ψάλει, έχει φωνή, εγώ αριστερά στην Παναγίτσα ... με τίποτα!.. μου λέει δεν στο ξαναβάζω αυτό το δύσκολο πράγμα... άστο!

Ο Αχιλλέας Χαλδαιάκης είναι ένας μουσικολόγος κορυφή στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή και κοσμήτορας στη φιλοσοφική σχολή, είμαστε συμμαθητές , πνευματικά αδέλφια μέσα στην Παναγίτσα, εκείνος δεξιός ψάλτης εγώ αριστερός και μαθητεύσαμε μαζί,  πρώτα στον Κρητικό, μετά σπουδάσαμε μαζί στη Θεολογική σχολή Αθηνών, εκείνος μετά συνέχισε στην μουσικολογία... με την ευκαιρία που είμαστε στην Αθήνα πήγαμε σε δασκάλους για να μάθουμε πλέον συστηματικά. Ο πρώτος δάσκαλος τον οποίο προσεγγίσαμε ήταν ο Γρηγόριος Στάθης.

Τότε είχε φτιάξει τη σχολή παραδοσιακών οργάνων ο Αριστείδη Μόσχος, πίσω από το αρχαιολογικό Μουσείο και πήγαμε εκεί, όλα ήταν εκεί θαυμάσια, το κτίριο, οι δάσκαλοι, αλλά...πανάκριβα...δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε όλα αυτά τα έξοδα, παρ' όλα αυτά καθίσαμε εκεί δυό  τρείς μήνες. Ο Αχιλλέας ξεκίνησε εκεί το σαντούρι, το συνέχισε το σαντούρι για δυο χρόνια περίπου, κι εγώ μπήκα στην τάξη του λαούτου, με δάσκαλο τον μακαρίτη Βασίλη Χατζόπουλο. Δεν μπορούσαν οι οικογένειες μας να μας στηρίξουν οικονομικά σ' αυτά τα θέματα για αυτό και η εκκλησία εδώ, η Ιερά Μητρόπολη μας υποστήριξε οικονομικά, μας πλήρωσε δίδακτρα, αγόρασε ένα λαούτο και ένα σαντούρι. Τότε ιδρύθηκε με εκκλησιαστική πρωτοβουλία ένας σύλλογος που ονομάστηκε “Σύλλογος προς διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης” και αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα παραδοσιακής μουσικής, και εράνους κλπ ,για να σώσουμε την Παλιαχώρα απο την κατάρρευση. Τότε πήγαμε σε παλαιούς μουσικούς όσοι ήτανε εδώ στην Αίγινα, στον “άπορο” , τον θείο μου τον Μιχάλη Παυλινέρη, αδελφό της γιαγιάς μου, που ήταν καλός βιολιστής στα νιάτα του. 

Ο Μιχάλης Παυλινέρης ήταν καλός βιολιστής γιατί ο πατέρας του, (ο προπάππος μου), τον είχε στείλει, όταν έδειξε το τάλαντο του, στη Σαλαμίνα που είχε καλούς μουσικούς, του πλήρωσε δίδακτρα,  να γίνεις καλός μουσικός του είπε, και έμαθε μουσική με νότες έγινε καλό μουσικός. 

Ο μπάρμπα Μιχάλης όταν αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον μας, δεκαετία του ογδόντα, γι' αυτά τα πράγματα, ήταν ήδη γέρος, δεν μπορούσε να σηκωθεί, βιολί δεν είχε πια.  Είχε ένα μαγαζί, ταβέρνα, πάνω στην Κυψέλη και το δούλευε ο ίδιος, τραγουδούσε ο ίδιος εκεί, υπάρχει ακόμα αυτό το μαγαζί αλλά είναι ερειπωμένο.                                 

Το βιολί του το είχε ο Βάιος Σκουλαρίκης, στη Σουβάλα... είναι και αυτός μακαρίτης τώρα. Ο Βάιος δεν ήταν Αιγινήτης , ήτανε νομίζω Λημνιός, γι' αυτό και το βιολί που έπαιζε ήταν παράξενο βιολί, εγώ κατόπιν το κατάλαβα όταν άκουσα ηχογραφήσεις από τη Λήμνο. Ο Βάιος εδώ στην Αίγινα έκανε και αυτός την πορεία του, μπορεί να μην ήταν από εδώ, αλλά έπαιξε πολύ εδώ στο νησί, και θα έλεγα επαγγελματικά. Κρατούσε πανηγύρια, χορούς, πήγαινε στο Σταυρό, πήγαινε σε κάποια εκκλησιαστικά πανηγύρια, και τότε δεν υπήρχε άλλο βιολί στην Αίγινα... που να φαίνεται τουλάχιστον... τον Μητσάρα τον ανακαλύψαμε πολύ μετά.  Ο “άπορος” είχε γεράσει πολύ, τον φέραμε κάτω όταν είχε γίνει μια γιορτή για το Αιγινήτικο τραγούδι στο Τιτίνα, και έπαιξε ο “άπορος”, υπάρχει ένα βιντεάκι που παίζω εγώ λαούτο και παίζει αυτός το ντρίο..

Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι; Ακούσαμε για κάποιον άνθρωπο εδώ που τραγουδάει βόγιες.

Όχι, δεν ζει, αυτός ήταν ο “πιλάφας” που λέγαμε, ο μπάρμπα Τάσος ο Λάμπρου, αυτός ήταν τότε στη γιορτή για το Αιγινήτικο τραγούδι που είχε παίξει και ο “άπορος,” και τον ανεβάσαμε και τραγούδησε.

 Να συνεχίσω λοιπόν... Ο Σίμων Καράς ήταν ο δάσκαλος μας στην Αθήνα, μετά από τον Αριστείδη Μόσχο, ένας εξαιρετικός δάσκαλος, ο θεός να αναπαύσει την ψυχή του, και το στοιχείο που μας έστρεψε τότε προς τα εκεί ήταν ότι υπήρχε μία σχολή που ήταν... δωρεάν, και πήγαμε να συνεχίσουμε εκεί την βυζαντινή μουσική.                       Ο Σίμων ήταν ένας άνθρωπος που είχε τις δικές του πολιτικές προϋποθέσεις, και ευκαίρως – ακαίρως ας πούμε, το κατέθετε αυτό, αλλά όλοι οι άλλοι μαθητές του ήταν δημοκρατικών αντιλήψεων, οπότε κρατήσαμε από το μακαρίτη το δάσκαλο ότι καλλίτερο μπορούσαμε, και ότι γλυκύτερο από τις γνώσεις του, και προσπαθούσαμε να μην επηρεαστούμε από ...άλλες αντιλήψεις, παλιές που δεν ήταν σωστές... 

Δεν μπορώ να μη μνημονεύσω και την παρουσία του μακαρίτη Μάριου Μαυροειδή, ενός καταπληκτικού ανθρώπου μουσικολόγου, που έφυγε πολύ νέος, ίσα ίσα μπόρεσε να κάνει το διδακτορικό του, πήγε και δίδαξε για λίγο στη μουσικολογία Κέρκυρας, και έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του ένα ωραίο βιβλίο που εκδόθηκε μετά θάνατο για τα “μακάμια” , ότι καλλίτερο υπάρχει, και ευτύχισα πραγματικά να τον έχω δάσκαλο μέσα στη σχολή του Σίμωνος Καρά, όπου είχαμε ντουέτο δασκάλων τον Μάριο και την Θεοδώρα Βάρσου ,που είναι σήμερα καθηγήτρια παραδοσιακών μουσικών οργάνων σε μουσικά λύκεια. Μας δίδαξε επίσης στη σχολή ο κύριος Τάσος Φωτοπουλος, Γιώργος Ρεμούνδος, και στο τέλος ο Νικόλαος Κλέντος.

Εκεί μας έκανε όργανα ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, ήταν ο μοναδικός οργανοπαίχτης και δίδαξε κλαρίνο στον Αχιλλέα και σε μένα λαούτο.

Από εκεί πέρασα μερικά χρόνια χωρίς λαούτο (μαθήματα) ώσπου “έπεσα στα χέρια”  του Αλέξανδρου Σπίτζινγκ... χωρίς όμως ποτέ να τελειωθώ.

Στη σχολή του Σίμωνα Καρά, είδαμε πολλά όργανα μπροστά μας, στη συλλογή που είχε εκείνος, αλλά και σε γιορτές που έκανε εκεί. Είδαμε να έρχεται η Δόμνα Σαμίου, παλιά του μαθήτρια, να παρελαύνουν πολλοί μουσικοί.... ο Αλέκος Αραπάκης με το βιολί, ο Βασίλης Μάνης, ερχόταν με την τσαμπούνα ο Θεολόγος Γρύλης και έπαιζε...  Κάθε χρόνο στη σχολή γινόταν μια γιορτή την τσικνοπέμπτη, και αφού πρώτα γινόταν το μάθημα, ο κάθε μαθητής είχε φέρει κάτι και άρχιζε το γλέντι . Όλα αυτά για ένα φοιτητή τότε, εκτός από μεγάλη χαρά ήτανε και μάθημα, όταν λοιπόν εγώ είδα τσαμπούνα μπροστά μου, ήρθα εδώ που καθόμαστε τώρα και ρώτησα το γέρο τον παππού μου, τσαμπούνα υπήρχε στο νησί ποτέ; Υπήρχε παιδί μου λέει, τα παλιά χρόνια την παίζανε οι βοσκοί.

Δηλαδή από αυτό συμπεραίνουμε μέχρι στιγμής ότι η τσαμπούνα δεν υπήρχε τότε σαν όργανο, ούτε έχει βρεθεί κάποιο τέτοιο όργανο από τα παλιά.

Όργανο κατάφερα και απόκτησα εγώ ένα, φτιαγμένο στην Αίγινα. αλλά δεν είναι φτιαγμένο από Αιγινήτη, είναι φτιαγμένο από τον Μιχάλη τον λεγόμενο Παριανό στον Μεσαγρό. Με οδήγησε εκεί ο Βαγγέλης ο Σοφικίτης. Ο τεχνίτης ήταν ηλικιωμένος και του ζήτησα να μου παίξει κάτι, τελικά μου πούλησε μια τσαμπούνα αλλά δεν έπαιξε, δεν μπορούσε να φυσήξει δεν μπορούσε γενικά...

Είναι κρίμα που στη σχολή μας, τότε όταν ακόμα τα όργανα τα είχαμε στη σχολή βυζαντινής μουσικής... κι έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης σε αυτό... και δεν επέμεινα, είχε έρθει κάποιος εδώ να διδάξει κλαρίνο παραδοσιακό και δεν τον κρατήσαμε, Χατζηανδρέας λεγότανε Ανδρέας, έπαιζε και τσαμπούνα και γκάιντα, έπαιζε και αυτά τα όργανα με τον ασκό.Κρίμα.

Άλλη μια εμπειρία που έχω να σας μεταφέρω είναι: έγινε ένα γλέντι πριν από είκοσι χρόνια στο Φάρο εκεί που είναι τώρα ο Μάνητας, είχαν έρθει από την Κάρπαθο, ένας σύλλογος Καρπαθίων με Κώστα Ντινησάρη στο τραγούδι, και Γιάννη Τσαμπανάκη στην τσαμπούνα, κι ένας άλλος παππούς έπαιζε λίρα Καρπάθικη, αλλά δεν είχαν λαούτο, και όταν πέρασαν από την Παναγίτσα, ήταν της Αγίας Τριάδος και τους έκανα την αρτοκλασία, και μου είπαν έρχεσαι μαζί που θα πάμε στο μαγαζί;

Ναι να έρθω τους είπα, θέλετε να φέρω και το λαούτο μου να παίξω; αυτοί πετάγανε και είπανε ναι, και... έπαιξα με Καρπάθιους, και ήτανε πάρα πολύ ωραίο αυτό, και από τότε αγάπησα πραγματικά την Καρπάθικη μουσική και το λιροτσάμπουνο, πολύ ώραίο πράγμα...

Θέλω να κλείσω με κάποια βιώματα από το στρατό. 

Στη στρατιωτική θητεία ευτύχισα και πήγα σε μερικά σημεία, στη Σάμο πρώτα πρώτα. Στη Σάμο είχα τη φλογερίτσα μου και το λαούτο μαζί, και εκεί μείναμε μέσα σε ένα φυλάκιο στο Άνω Βαθύ της Σάμου και δίπλα μας ήταν ένας παππούς βοσκός οποίος έφτιαχνε μικρές τσαμπουνίτσες, μαντούρες θα τις λέγαμε σήμερα, χωρίς ασκό, μικρές, οπότε έμαθα κι εγώ και έφτιαχνα αυτό το πράγμα, και ακούγοντας με ένας οικοδόμος που δούλευε πάρα πέρα από το φυλάκιο, αυτός ο οικοδόμος ήταν ο Λευτέρης ο Λεβισιανός, είναι μουσικός της Σάμου, νομίζω ότι ζει ο άνθρωπος μέχρι σήμερα, με πήρε σπίτι του εκεί πέρα, φάγαμε ήπιαμε, και έπαιξε σαντούρι και τσαμπούνα, και τον μαγνητοφώνησα , ήταν ενα όμορφο σημείο της ζωής μου. Μια γλυκιά και πολύ ωραία στιγμή από το νησί αυτό. Αυτός με έστειλε και σε ένα άλλο γέρο ο οποίος λεγόταν Κώστας Κρητικός, δεν ζει σήμερα, ο οποίος και αυτός μου έπαιξε κάποια αποκριάτικα κομμάτια στην τσαμπούνα , αγνοώντας μάλιστα την παρατήρηση της γυναίκας του που του είπε, μα καλά θα βγάλεις την τσαμπούνα τώρα που είναι καλοκαίρι και δεν είναι απόκριες για αυτό το στρατιώτη που θέλει να σε μαγνητοφωνήσει;

Μετά φεύγω με μετάθεση από τη Σάμο και πηγαίνω Οκτώβριο μήνα στην Ήπειρο, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας και μάλιστα στη Σαγιάδα πάνω στα σύνορα. Εκεί ήρθα σε επαφή με Αλβανούς μουσικούς, οι οποίοι παίξανε, περάσανε τα σύνορα και παίξαμε μέσα στις καλές ημέρες, Χριστούγεννα Θεοφάνια, περάσανε από κει και από ότι μου είπανε οι ντόπιοι εκεί, ο κλαριτζής ήταν γιος ενός διάσημου Αλβανού μουσικού βιολιστή ο οποίος λεγόταν Ρένας. Ο υιός του λοιπόν αυτός έπαιζε κλαρίνο, ζούσανε ακριβώς μέσα από τα σύνορα τα ελληνοαλβανικά, η κομπανία αυτή είχαν έρθει, ο ένας έπαιζε κλαρίνο, ο άλλος αντί για λαούτο κ.λ.π έπαιζε ακορντεόν, κάλυπτε όλα τα όργανα και λαούτο και βιολί μαζί, κι ο άλλος έπαιζε ντέφι και τραγουδούσαν κιόλας στα Αλβανικά, μετά το γυρίζανε στα Ελληνικά, τραγουδούσανε Ηπειρώτικο ρεπερτόριο αλλά και ότι μπορείς να φανταστείς, ακόμα και ελαφρολαϊκά και νησιώτικα. Έχω κάνει μια ηχογράφηση με αυτούς , και τους ζήτησα τότε να παίξουνε τον “Οσμαντάκα” και το τραγούδησα εγώ...και το κάνανε... Έχω και άλλες ηχογραφήσεις με Αλβανούς που τους συλαμβάνανε τότε σαν λαθρομετανάστες στα σύνορα, και επειδή βρήκα εκεί μια κατάσταση έτσι απάνθρωπη, να τους χτυπάνε να τους κακομεταχειρίζονται ,κ.λ.π. προσπάθησα και μπορώ να καυχηθώ ότι το πέτυχα να σταματήσει αυτό το πράγμα, και να κάνουμε το καθήκον μας και να μείνουμε εκεί. Δηλαδή να τους συλλάβουμε να τους παραδώσουμε μετά για να τους απελάσουν, αλλά μέχρι να περάσουνε αυτές οι ώρες δεν χρειαζότανε καμία άλλη κακομεταχείριση, μπορούσαμε να φάμε και να πιούμε μαζί ένα καφέ, να κάτσουμε εκεί και να περιμένουμε απλά να τους πάρουνε τους ανθρώπους, και στη διάρκεια αυτή τι καλλίτερο από το να μας τραγουδήσουνε...και εμείς να τους μαγνητοφωνήσουμε. Και το έκανα αυτό, έχουν βγει κάμποσα τραγούδια, υπήρχε ένα Αλαβανόπουλο που δούλευε στα ελληνικά χωράφια και είχε κάρτα και μπαινόβγαινε από τα σύνορα από το χωριό το Αλβανικό, ήξερε πολύ καλά Ελληνικά, νέο παιδί ήτανε και περνούσε από εμάς καθημερινά πίναμε τους καφέδες μας, και τον είχα βάλει και άκουγε αυτός τα τραγούδια που είχαν πει οι άλλοι, τα καταγράψαμε σε ένα τετράδιο, και έχουμε από τη μία πλευρά τα κείμενα στην Αλβανική γλώσσα και από την άλλη μεριά μου έχει κάνει τη μετάφραση, χωρίς να ξέρει να γράφει ελληνικά, μούλεγε τι σημαίνει κι εγώ το έγραφα... ήταν ένα ωραίο στρατιωτικό εργόχειρο της εποχής εκείνης που με συγκίνηση θυμάμαι...








Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

Δημήτρης Μπόγρης “μπάρμπα κυρ Μήτσος”... μια οικογένεια γεμάτη νότες...

"μπάρμπα κυρ Μήτσος"
    Το οδοιπορικό μας στη μουσική Αιγινίτικη παράδοση, μας οδήγησε αυτή τη φορά στο σπίτι του Σπύρου Τζίτζη, του νεότερου μέλους μιας οικογένειας, που άφησε το μουσικό της στίγμα στην παράδοση της Αίγινας. Μια Αιγινίτικη οικογένεια, που η μουσική είχε μια ξεχωριστή θέση στη ζωή τους. Έπαιζαν βιολί, κλαρίνο, μπουζούκι, και η γιαγιά Κατίγκω τραγουδούσε. Ας πάρουμε με τη σειρά τα πράγματα αρχίζοντας από τον νεότερο μουσικό της οικογένειας,για να φτάσουμε πίσω στον προππαπού του Σπύρου, τον γνωστό στους παλαιότερους βιολιτζή “μπάρμπα κυρ Μήτσο”.

Ο Σπύρος Τζίτζης, είναι σήμερα φοιτητής, ενεργό μέλος της παραδοσιακής ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας, μαθητής του Αλέξανδρου Σπίτζινγκ. 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Πες μας Σπύρο πως ξεκίνησες, τι ήταν αυτό που άναψε τη φλόγα της μουσικής μέσα σου; Μίλησε μας για τις σπουδές σου και τους στόχους σου. 

 ΣΠΥΡΟΣ: Κατ' αρχήν να πω πως μόλις ξεκίνησα το μπουζούκι, δεν είχα ιδέα από μουσική, δεν ήξερα ούτε καν τη Φραγκοσυριανή για να καταλάβετε. Άκουγα μόνο αυτά που παίζανε στα μαγαζιά που πηγαίναμε, τα πολύ κλασσικά ζεϊμπέκικα. Μια μέρα βρέθηκα με τον φίλο μου το Αχιλλέα και ο αδελφός του έπαιζε μπουζούκι, και του λέω δώσε μου να παίξω, εκείνος μου το έδωσε και παίξαμε τη Φραγκοσυριανή, εκείνος πατούσε τα τάστα κι εγώ χτυπούσα την πένα, ε... κι αυτό ήτανε, δεν ήθελα κάτι άλλο, κόλλησα, πως λένε κεραυνοβόλος έρωτας; έτσι! Έρωτας με την πρώτη πενιά. Από κει και πέρα... πήρα το μπουζούκι στο σπίτι, κουτσά στραβά έπαιζα, με συνόδευε λίγο και ο Αχιλλέας, μετά πήρα το δικό μου μπουζούκι, μετά πήγα στον κύριο Αλέξανδρο και άρχισα πλέον να μαθαίνω μουσική. Εν τω μεταξύ μέχρι να πάω στην ορχήστρα την παραδοσιακή μουσική δεν την είχα καθόλου, δεν άκουγα και σχεδόν την σνομπάριζα. Μέσα από την ορχήστρα άρχισα να ακούω την παραδοσιακή μουσική, να τη μαθαίνω, να τη μελετώ. Τα τραγούδια που άκουσα από το Μητσάρα μου άρεσαν πολύ, μπήκα κι εγώ στη διαδικασία να ψάχνω τα παλιά Αιγινίτικα. Μου αρέσει η παραδοσιακή μουσική, το γονίδιο μάλλον... Στο πανεπιστήμιο παρακολουθώ τμήματα μουσικής που καλύπτουν διαφόρους τομείς, όπως την τεχνολογία του ήχου, τα μουσικά όργανα και την λαϊκή και παραδοσιακή μουσική. Στόχος μου είναι η καλύτερη επιστημονική κατάρτιση πάνω στη μουσική. 

ΑΛΕΞ: Σπύρο έχοντας στο αίμα σου την παράδοση, και την παραδοσιακή μουσική, φαντάζομαι πως έχεις τη και διάθεση και την ικανότητα να συνεχίσεις την παράδοση και να συμμετέχεις ενεργά στην αναβίωσή της. 

 ΣΠΥΡΟΣ: Φυσικά, όταν ξεκινάς με τη μουσική, με την παραδοσιακή μουσική, δεν υπάρχει επιστροφή. 

ΑΛΕΞ: Πες μας ποια μουσικά όργανα παίζεις Σπύρο; 

ΣΠΥΡΟΣ: Παίζω μπουζούκι, κιθάρα και τραγουδάω. 

ΑΛΕΞ: Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου; 

ΣΠΥΡΟΣ: Οι σπουδές μου προς το παρόν. Σίγουρα η μουσική είναι ο προσανατολισμός... 

                                                          

 Ο Γιώργος Μπόγρης, ο θείος του Σπύρου, ήρθε στην συντροφιά μας, και μας μίλησε για την εποχή εκείνη την παλιά, και για τον Γιώργο το Τζάκ που είχε γνωρίσει προσωπικα. 

ΓΙΩΡΓΟΣ: Ο Γιώργος ο Τζακ ήτανε από τους μουσικούς που άξιζαν στην Αίγινα. Ήρθανε από την Σμύρνη, ήτανε σε καλή οικονομική κατάσταση οικογενειακώς... όμως... όπως μούλεγε ο ίδιος δηλαδή, ήντουσαν όλοι μαζί στο λιμάνι (στη Σμύρνη) και κάνανε βόλτα, και πήγανε και τους είπανε: ή μπαίνετε στο καράβι και φεύγετε, ή εκατό μέτρα πιο κάτω είναι οι Τούρκοι, έρχονται και σας σφάζουν. Στο σπίτι σας δεν πρόκειται να μπείτε, και τους βάλανε στο καράβι μέσα μ' ένα παντελόνι και το πουκάμισο που φοράγανε, κι όταν ήλθανε εδώ πέρα ούτε δουλειά ήθελε να κάνει ούτε τίποτα, εγώ είμαι περαστικός έλεγε, και “περαστικός” έμεινε... Έπαιζε ωραία κιθάρα και χαβάγια. 

ΑΛΕΞ: Η χαβάγια ήτανε μια μόδα τότε, μιλάμε για ποια εποχή; 

ΓΙΩΡΓΟΣ: Πρέπει να ήτανε γύρω στο 60-65 

ΑΛΕΞ: Δηλαδή αυτός έπαιζε κομμάτια πιο πολύ ρετρό της εποχής; 

 ΓΙΩΡΓΟΣ: Σε όλα μέσα ήτανε, όλα τα έπαιζε, αλλά σε τίποτα δεν ήταν φανατικός. Τότε ήτανε της μόδας οι κομπαρσίτες... τέτοια... Εγώ όταν τον γνώρισα ήτανε το 60 μέχρι το 70 , μετά ο φουκαράς πέθανε σε μια παράγκα μέσα στο καρνάγιο, τον βρήκανε παγωμένο. Του είχανε δώσει από το μοναστήρι ένα δωμάτιο και έμενε με τη μάνα του, και την αδελφή του. 

                                                          
 

 ΑΛΕΞ: Το όνομα του πως ήτανε ακριβώς; Το Τζακ ήτανε παρατσούκλι;

ΓΙΩΡΓΟΣ: Δεν θυμάμαι καλά, νομίζω Συρέα τον λέγανε. 

 

                                              

 

 

 

Η γιαγιά του Σπύρου Τζίτζη, η Χριστίνα Μπόγρη, κόρη του βιολιστή "μπάρμπα κυρ Μήτσου" μοιράστηκε στη συνέχεια μαζί μας αναμνήσεις από την πολυμελή οικογένεια και τους μουσικούς της. 

 


 

ΣΠΥΡΟΣ: Γιαγιά πες μας, μίλησε μας για τον παππού, τον πατέρα σου δηλαδή, ότι θυμάσαι ... 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ααα.. ο πατέρας μου ήτανε πάντα να πειράζει τη μάνα μου, της έπαιζε βιολί και της έλεγε ένα τραγούδι. 

 ΣΠΥΡΟΣ: Πες το τραγούδι, μου το έχεις πει πολλές φορές, “Η γυναίκα που μ΄αρέσει”,  θες να μας το τραγουδήσεις; 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Ναι... το θυμάμαι, όμως θα σας πω τους στίχους, έλεγε: “η γυναίκα που μ' αρέσει και με τυραννά , έχει δαχτυλίδι μέση και μάτια γαλανά, τη γνωρίζω ένα χρόνο, μα αυτή μου κάνει κόλπα και με τυραννά...” 

ΣΠΥΡΟΣ: Θυμάσαι κι άλλα τραγούδια; Μου έχεις πει μερικά... 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Θυμάμαι, πολλά θυμάμαι αλλά δεν μου έρχονται στο μυαλό τώρα, α... και ένα άλλο που τραγουδάγαμε... λέει: “μηλίτσα πούσαι στο γκρεμό στα μήλα φορτωμένη, τα μήλα σου λυμπίζουμαι και το γκρεμό φοβούμαι, σαν το φοβάσαι το γκρεμό έλα από το μονοπάτι, το μονοπάτι μου έβγαινε σ' ένα ρημοκκλησάκι, πούχει σαράντα μνήματα αδέλφια και ξαδέρφια...” δεν θυμάμαι το υπόλοιπο... Αυτά τα τραγουδάγαμε όταν μαζευόμαστε Χριστούγεννα, απόκριες... τις απόκριες πάλι λέγαμε άλλα τραγούδια, έρχονταν και κάποιοι που παίζανε όργανα, είχαμε ένα με σαντούρι, 'άλλος ένας έπαιζε αρκοντεόν, σαντούρι έπαιζε ο μπάρμπα Τάσος ο παπλωματάς, ερχόταν στο Σφεντούρι συχνά, με τον “άπορο” μαζί. Αχ, τότε στα νιάτα μας περνάγαμε ωραία, δεν είχαμε αυτό το άγχος που έχουμε τώρα, ο κόσμος ήτανε διαφορετικός, ούτε κακία είχε... αλλάξανε τα πάντα τώρα... Ερχόταν και ο Μποχώρης, θείος μου ήτανε, τώρα έχει πάει στον άλλο κόσμο, αν ζούσε τώρα θα ήτανε πάνω από εκατό δέκα, αφού ο πατέρας μου που ήταν ο πιο μικρός πήγε 107. 

 ΑΛΕΞ: Ο Μποχώρης ήτανε δηλαδή αδελφός του πατέρα σου Δημήτρη Μπόγρη. Τι θυμάσαι για τον Μποχώρη; 

 ΧΡΙΣΤΙΝΑ:΄Επαιζε καλά ,πολύ καλά, αυτός όμως δεν έπινε, ήτανε άλλοι που πίνανε πολύ.. 

ΣΠΥΡΟΣ: Γιαγιά για πές μας τώρα για τα αδέλφια σου που παίζανε όργανα και τραγουδούσανε. 

 ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Από τα αδέλφια μου... ο Σπύρος που έπαιζε κλαρίνο, ο Γιάννης ο “καγκουρό” χα.χα. άκου όνομα που του δώσανε, ω...άμα ακούγατε το Γιάννη μπουζούκι που έπαιζε!... Η γιαγιά μου τραγούδαγε, Κατίγκω Γρυπαίου τη λέγανε...τραγουδούσε πολύ ωραία, είχε πολύ φωνή....θυμάμαι ένα τραγούδι που έλεγε, “Ανάμεσα στο ρήγο και στον καβομαλλιά καράβι κινδυνεύει Παναγιά μου μεσ΄τα βαθιά νερά... βοήθα Παναγιά μου να το γλυτώσουμε...” από κει πήρε ο Σπύρος (ο εγγονός), σόι πάει το βασίλειο... φωτογραφία Ο Σπύρος μας έπαιζε κλαρίνο. Αχ, σκοτώθηκε και άφησε 18 χρονών γυναίκα και παιδί. Σε ατύχημα σκοτώθηκε. Είχε χιόνια, και είχε πάει στο κυνήγι...έπεσε και χτύπησε σε μια πέτρα. Κοίτα λεβέντης (δείχνει φωτογραφία) ήτανε μεγάλο χτύπημα όταν χάσαμε το Σπύρο. 

ΣΠΥΡΟΣ: Πίσω από τη φωτογραφία έχεις γράψει κάτι, θέλεις να μας το διαβάσεις; 


 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (διαβάζει) ...“Αχ, χάρε τι μας έκανες, δεν σκέφτηκες κανένα, ήταν μια μέρα θλιβερή μια μέρα του Φλεβάρη κι έπεσε ο χάρος σαν λιοντάρι σ' αυτό το παλικάρι. Ήτανε 12 του μηνός , μια μέρα γεμάτη χιόνι, για το παλικάρι, για δες κορμί που διάλεξε ο χάρος για να πάρει. Είχε γυναίκα και παιδί, μάνα αδελφές κι αδέλφια που δεν τον ξεχνούν ποτέ όσο κιαν περάσει.” 

ΣΠΥΡΟΣ: Ο παππούς τι όργανα έπαιζε; Πήγαινε και στα πανηγύρια;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ:Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί. Δεν πήγαινε στα πανηγύρια. Πιο πολύ στα σπίτια στις γιορτές στους γάμους έπαιζε. Άμα έβλεπε κανένα του μίλαγε με τραγούδι... Έφτιανε και βιολιά, και διάφορα. Πέθανε πριν δυο χρόνια. Ήτανε 107 χρονώ. 

ΑΛΕΞ: Το παρατσούκλι του ποιό ήτανε; 

 ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Δεν είχε παρατσούκλι, τον φωνάζανε “μπάρμπα κυρ Μήτσο” , έτσι τον ξέρανε όλοι. Αν ζούσε τώρα θα καμάρωνε για το Σπύρο. Όλοι τον καμαρώνουμε. 

 

Ο Σπύρος έκλεισε την όμορφη κουβέντα μας μιλώντας για τον παππού του, “μπάρμπα κυρ Μήτσο”..

 ΣΠΥΡΟΣ: Θυμάμαι τον παππού, τον γνώρισα. Δεν έπαιζε καθόλου τότε, ήταν πολύ γέρος. Μια φορά καθόμαστε στην αυλή με την Ιωάννα (Βατικιώτη), είχε φέρει και το βιολί της και παίζαμε. Ο Παππούς καθόταν κάτω από το δέντρο στην άκρη της αυλής, δεν άκουγε καθόλου. Εμείς παίζαμε και νομίζαμε ότι δεν μας άκουγε. Όταν τελειώνει το τραγούδι, μας λέει : “μπράβο πολύ ωραία παίζετε”, ενώ δεν άκουγε σχεδόν καθόλου! προφανώς τη μουσική μπορούσε να την ακούει... 

Κείμενα-επιμέλεια: Γεωργία Σταυριανέα

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Βαγγέλης Σοφικίτης, αναμνήσεις απο τα χρόνια της μουσικής "αθωότητας"...

Το οδοιπορικό μας στη μουσική αιγινίτικη παράδοση, αυτή τη φορά, μας οδήγησε στη βόρεια πλευρά του νησιού, προς τους Άλωνες. 

Ο Αλέξανδρος Σπίντζινγκ μαζί με τη Γεωργία Σταυριανέα και τη Μαρία Σοφικίτη, φοιτήτρια και ενεργό μέλος της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας, συναντήσαμε τον Βαγγέλη Σοφικίτη, τον παππού της Μαρίας, παλιό οργανοπαίχτη και γνώστη της παραδοσιακής Αιγινίτικης μουσικής. 

Η εγγονή του η Μαρία, είναι μία από τις γλυκιές “καρδερίνες” της Εστουδιαντίνας Αίγινας, τραγουδάει και παίζει μπουζούκι με δεξιοτεχνία ,συνεχίζοντας άξια την οικογενειακή παράδοση. Όπως ή ίδια μας είπε, την αγάπη της για τη μουσική, την άντλησε μέσα από τον θαυμασμό για τον παππού της, και τα μουσικά του ακούσματα που υπήρχαν πάντα μέσα στην οικογένεια, σε γιορτές, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Η Μαρία φοιτήτρια πλέον, υποσχέθηκε να συνεχίσει την Αιγινίτικη και όχι μόνο, λαική μουσική παράδοση παίρνοντας τη σκυτάλη από τον παππού της. 

Μέσα από μια εντυπωσιακά καταπράσινη διαδρομή, φτάσαμε στη Βλυχάδα, όπου σε μια πανέμορφη γεμάτη βλάστηση αυλή μας υποδέχτηκε ο κυρ Βαγγέλης με την συμπαθέστατη οικοδέσποινα κυρία Όλγα Κοντοκώστα...



Ο κυρ Βαγγέλης Σοφικίτης είναι  ένας σεμνός άνθρωπος, ένας αυτοδίδακτος μουσικός που πέρασε όπως όλη η γενιά του δύσκολα χρόνια, ζώντας στη μεταπολεμική εποχή. 

Οι μουσικοί της γενιάς του, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, είναι άξιοι θαυμασμού δεδομένου ότι τα μουσικά ερεθίσματα της εποχής ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στα πανηγύρια άκουγαν μουσική. 


Όπως ο ίδιος ο κυρ Βαγγέλης μας περιέγραψε, οι διαδρομές από το χωριό μέχρι τις πόλεις όπου θα μπορούσαν να συναντηθούν με κάποιους άλλους μουσικούς και να ανταλλάξουν ενδεχομένως γνώσεις και μουσικές εμπειρίες, ήταν με τα πόδια, άρα χρονικά τουλάχιστον απαγορευτικές, πράγμα που έκανε ηρωική την προσπάθεια κάποιου, εκείνα τα δύσκολα χρόνια, να κατασκευάσει μόνος του ένα μουσικό όργανο και να μάθει μουσική. Αυτό στην ελληνική γλώσσα σημαίνει “έρωτας”, και οι παλαιοί παραδοσιακοί οργανοπαίχτες μας ήταν βαθιά ερωτευμένοι με τη μουσική... 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Κύριε Βαγγέλη, πες μας για τα χρόνια εκείνα. Τους μουσικούς που γνώρισες, τις συνθήκες και ότι θυμάσαι από τα πανηγύρια, τη μουσική, τα τραγούδια της παλιάς Αίγινας. 

 ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εγώ όλους τους γνώρισα , όλους τους θυμάμαι τους παλιούς μουσικούς. 

ΑΛΕΞ: Θα μας πείτε μερικά ονόματα, μερικά πράγματα; γιατί θέλουμε να φτιάξουμε μια λίστα με τα ονόματα και να μάθουμε όσο περισσότερα μπορούμε για εκείνους. 

ΒΑΓΓ: Και βέβαια να σας πω... Λοιπόν, εγώ τα παιδικά μου χρόνια γνώρισα όλους τους μουσικούς που ήτανε.... ήτανε κυρίως βιολιστές, σαντούρι, και λαούτο... άλλα όργανα δεν υπήρξαν στην Αίγινα, ούτε κλαρίνο, ούτε τίποτα. Οι χοροί και τα τραγούδια δεν υπήρχανε εδώ στο νησί, είχαμε τη Μωραΐτικη μουσική εμείς εδώ, απέναντι της Πελοποννήσου, τα καλαματιανά, τα συρτά... Τσάμικα ούτε για δείγμα, καθόλου... είχαμε τον μπάλο, συρτό πολύ.. και συρτό σιλιβριανό, και μια σούστα τοπική ήταν εδώ, που πάλι χορευότανε όπως ο μπάλος, ζευγάρια. Αυτοί ήταν οι χοροί, και μ' αυτά τα κομμάτια όλα, ήτανε δέκα; είκοσι κομμάτια; βγάζαμε το πανηγύρι, το γάμο, αυτά ήτανε. Να περιγράψουμε τους μουσικούς τώρα... από τους βιολιστές, πρώτος ήτανε...ήτανε ο Γεώργιος Κατσούλης από την Αίγινα, αυτός ήτανε και δάσκαλος, ο ανώτερος... εγώ τον γνώρισα... ήμουνα εγώ δεκαπέντε χρονώ, αυτός πρέπει νάτανε εβδομήντα πέντε, τόχε παρατήσει δεν έπαιζε πια, είχε αποτραβηχτεί, αλλά όταν έπαιζε, είχε σαντούρι τον Δημήτρη Παγκέ... 

ΑΛΕΞ: Σε ποια χρονολογία αναφερόμαστε περίπου; 

ΒΑΓΓ: Χρονολογία; Πρέπει να ήταν το... 1956, κάπου περίπου εκεί 1957... αυτοί οι δύο ήταν στην Αίγινα... 

ΑΛΕΞ: Αυτοί οι δύο είχαν και λαούτο; 

ΒΑΓΓ: Όχι, όταν τους γνώρισα εγώ, που λίγο τους εγνώρισα, είχαν μόνο το σαντούρι και το βιολί αυτός ο Κατσούλης στο βιολί. Ητανε και στην Κυψέλη ένας, ο Μιχάλης Παυλινέρης βιολιστής, αυτός ήταν του ωδείου όμως , ήξερε μουσική, έπαιζε...”έπαιζε” δηλαδή... δεν μπορώ να πω όπως παίζανε οι άλλοι, το έπαιζε πιο πολύ με νότες... καλός βιολιστής... κι αυτός έπαιζε με τον ίδιο σαντουριέρη, τον Παγκέ. Ήτανε μετά στην Πέρδικα, ένας ... λεγότανε Τάσος Μπόγρης ή Μποχώρης, όταν τον γνώρισα εγώ δεν έπαιζε, τόχε παρατήσει, ήτανε εφάμιλλος του Κατσούλη, δυο βιολιά ήτανε... αυτοί... Νομίζω ότι αυτός ήτανε μαθητής του Κατσούλη,και έπαιζε με έναν αδελφό του λαούτο. Ο αδελφός του που έπαιζε το λαούτο, όπως είχα ακούσει, εγώ δεν τους ήξερα, όταν ερχότανε στο κέφι, το λαούτο το έπαιρνε λένε εδώ ( στους ώμους), και τόπαιζε εδώ απάνω (στο σβέρκο) το λαούτο του, αλλά δεν τονε γνώρισα, τον βιολιστή τον γνώρισα, και πήρα και το πρώτο μου βιολί από αυτόν τον άνθρωπο... 

ΑΛΕΞ: Τον Μποχώρη δηλαδή; 

ΒΑΓΓ: Ναι, τον Μποχώρη, αλλά πως έπαιζε; δεν ξέρω... ότι είχα ακούσει από τους μεγαλύτερους, ότι ήτανε άσσος... Έπειτα ήτανε στο Μεσσαγρό μια κομπανία, βιολί, σαντούρι, λαούτο, αυτοί δεν χωρίζανε, ήτανε οι τρείς δεμένοι. Αυτούς τους εγνώρισα πολύ καλά... καμιά φορά όταν είχα αρχίσει κι εγώ να παίζω λίγο βιολί, μόνος μου ε; αυτοδίδακτος.... και ο βιολιστής ήτανε ένας καλός άνθρωπος... και πήγαινα... όπου ήτανε τα όργανα κι εγώ γύρω γύρω... πήγαινα για να ακούω, μου έλεγε: “έλα Βαγγελάκη, έλα να με ξεκουράσεις” και μούδινε το βιολί να παίξω. Ε... τι να παίξω; εμένα με έπιανε τρέμουλο, τελος πάντων μου τόδινε κι έπαιζα κανένα κομματάκι μαζί με όλη την κομπανία, ήτανε καλός άνθρωπος, λεγότανε Ηλίας Χαλδαίος, ο σαντουριέρης λεγότανε Γεώργιος Λορέντζος, κι είχανε κι ενα λαούτο τον Μανώλη Λεούση, Μεσαγρίτες ήταν αυτοί... πάει... κλείσανε κι αυτοί... Έπειτα ερχόμαστε απάνω στα χωριά, στο Ανιτσαίο, εκεί ήτανε τρία αδέλφια, Κανάκηδες λεγόντουσαν, Κανάκης ήταν ο Γιώργος, έπαιζε βιολί, καλό βιολί και αυτός, ο αδελφός του ο Μάνθος λαούτο, καλός λαουτιέρης, και ο τρίτος ήταν ο Αντώνης, βιολί πάλι, τρία αδέλφια, καλοί ήτανε... Έπειτα... κάτσε να θυμηθώ... τελευταίο αφήσαμε τον Άπορο, τον Γιώργη τον Βατικώτη ή “άπορος,” αυτός έμεινε ο τελευταίος βιολιστής στην Αίγινα. Καλό βιολί και αυτός αλλά νευρικό, έπαιζε νευρικό βιολί, άμα ερχόταν και στο κέφι... τοκανε το δοξάρι...ουου! πήγαινε στον αέρα... και αυτός είχε σαντούρι τον Τάσο τον Κρεούζη από την Αίγινα. Αυτός, ο Κρεούζης, ήτανε γεροντάκος και άμα κουραζόταν, τότε που παίζανε μερόνυχτα στα πανηγύρια και στους γάμους, κοιμότανε, κοιμότανε και έπαιζε το σαντούρι, αλλά... καλό σαντούρι, και καλός άνθρωπος. Αυτοί ήτανε... ήτανε κι άλλος ένας, στην Πέρδικα, ο Παντελής ο Αμάφης, αλλά αυτός δεν έβγαινε στα πανηγύρια, έπαιζε εκεί μέσα στο χωριό του, πήγαινε σε κανένα γάμο, καλό παιδί και αυτός... Άλλος...ο Τζίτζης που έπαιζε βιολί. Δεν τον είχα ακούσει, ο αδελφός του είχε παντοπωλείο μέσα στην Αίγινα, εκεί που ήτανε του Γουδή παλιά, από αυτούς ήτανε. Άλλοι;... ήτανε και στην παχιοράχη ένας ,γέρος και αυτός, ο μπάρμπα Γιάννης ο Μέγας, έτσι τον λέγανε, ήτανε τυφλός τελείως, δεν έπαιζε πολύ αυτός, ήτανε μεγάλος άνθρωπος ο μπάρμπα Γιάννης, τον είχα γνωρίσει.. Από κει και πέρα οι σκοποί και τα τραγούδια ήταν όπως τα περιγράψαμε, δεν είχαμε κάτι διαφορετικό....

ΑΛΕΞ: Είχα γνωρίσει ένα βιολιτζή πριν τέσσερα χρόνια, δεν έπαιζε τότε και ήταν εκατόν τεσσάρων χρονών... είπε πως έπαιζε παλιά και ήταν από την Πέρδικα και αυτός. Έλεγε πως έπαιζε και στην κατοχή, είχανε φτιάξει ένα σχήμα είπε και παίζανε. Αυτός έπαιζε και ευρωπαϊκά τραγούδια, ίσως είχε κάνει και σπουδές, αλλά δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τον ακούσουμε, ήταν όπως είπα εκατόν τεσσάρων ετών... 

 ΒΑΓΓ: Δεν τον ξέρω... αυτοί ήταν τότε όσοι γνώρισα εγώ, παλιά ήτανε και άλλοι. 

ΑΛΕΞ: Πες μας τώρα και για σένα... 

ΒΑΓΓ: Εμένα μου άρεσε πολύ η μουσική και κυρίως τα ένχορδα όργανα, το βιολί κυρίως. Στα πανηγύρια πάντα γύρω γύρω στα όργανα ήμουνα, για να ακούω, γιατί την εποχή αυτή δεν υπήρχανε, ούτε ραδιόφωνο δεν υπήρχε, ούτε κασέτες, ούτε σι ντι, ούτε όλα τα χίλια μυστήρια που υπάρχουνε σήμερα, περιμέναμε να πάμε στο πανηγύρι για να ακούσουμε μουσική, να χορέψουμε, ή στο γάμο. Μου άρεσε τόσο πολύ που προσπάθησα, δυστυχώς δεν πήγα ούτε σε δάσκαλο ούτε πουθενά, γιατί εδώ αυτοί οι μουσικοί που ήτανε, ήτανε με άλλα επαγγέλματα, δεν περιμένανε να ζήσουνε με το βιολί στο χέρι, άλλος ήτανε αγρότης, άλλος ήτανε ψαράς, άλλος ήτανε εργάτης, άλλος ήτανε... τα πάντα... όλοι ζούσανε με αυτές τις δουλειές, το βιολί το είχανε για το πανηγύρι ή για το γάμο, και μακρυά από το χωριό που έμενα εγώ, στην Αίγινα πήγαινα με τα πόδια, στην Πέρδικα με τα πόδια. Και τα όργανα μόνοι μας τα φτιάχναμε, τα πρώτα τουλάχιστον. Αυτοσχεδιάζαμε, ότι είχαμε δει στα πανηγύρια, δεν είχαμε φωτογραφίες. Ε.. παίζανε και δεν παίζανε, πόσο μπορεί να παίξει ένα σκέτο ξύλο;

                                                            Το πρώτο όργανο του παππού, ανεκτίμητη αξία

 
 

 
ΑΛΕΞ: Πού μένατε; 

ΒΑΓΓ: Στον Κύλινδρα... τρείς ώρες μέχρι την Αίγινα με τα πόδια. Στην Πέρδικα άλλες τρεις ή τρισίμισι ώρες, ε... δεν γινότανε, που να πας να σου δείξει κάποιος; και δεν... μόνος μου, έφτιαχνα αυτοσχέδια βιολιά, και προσπαθούσα, αλλά πως να παίξει;, μπορεί να παίξει τώρα ένα ξύλο με ένα σύρμα πάνω; (γελάει).... 

ΑΛΕΞ: Οπότε με τη μουσική...αυτό που λέμε ερασιτέχνης.. 

ΒΑΓΓ: Ερασιτέχνης, ερασιτέχνης και αυτοδίδακτος. 

ΑΛΕΞ: Μου αρέσει αυτή η λέξη “ερασιτέχνης”, γιατί δείχνει ότι κάποιος το κάνει από αγάπη... 

ΒΑΓΓ: Οτιδήποτε δουλειά άμα δεν την αγαπάς, ότι δουλειά και αν είναι, δεν την κάνεις... Εμένα μ΄αρεσε, για τρία χρόνια το έκανα τριάμισι... έπειτα πήγα στο ναυτικό, τελειώσανε όλα, δεν το συνέχισα δηλαδή. 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες σε πανηγύρια; 

 ΒΑΓΓ: Καμιά φορά, στις αρχές, μετά... με φωνάζανε καμιά φορά, ήτανε στον Κύλινδρα ένας λαουτιέρης Νίκος Μαυρέας, πολύ καλός, το λαούτο δεν το έκανε ακομπανιαμέντο, τόπαιζε σόλο σαν μπουζούκι, σόλο, ότι έλεγε και το βιολί έλεγε και το λαούτο, του , πολύ καλός...κι αυτός αυτοδίδακτος ήτανε. Εκείνη την εποχή όλοι αυτοδίδακτοι ήτανε, δεν υπήρχανε σχολές, και οι βιολιστές που υπήρχανε δεν δείχνανε όπως προείπα , οι περισσότεροι εκτός ο Παυλινέρης, αυτός ήτανε του ωδείου, όλοι οι άλλοι ήταν αυτοδίδακτοι... 

ΑΛΕΞ: Πολλές φορές οι αυτοδίδακτοι παίζουν με πιο πολύ ψυχή... Έχουν πάθος γι' αυτό που κάνουν, και ακόμα και αν δεν ξέρουν πιο βαθιά τη μουσική, παίζουν πολύ καλά γιατί έχουν αγάπη, ακόμα κι αυτοί που ξέρουν μουσική ...καλό είναι να είναι και λίγο αυτοδίδακτοι, έτσι θα έχει και ο καθένας το ξεχωριστό του ύφος. 

ΒΑΓΓ: Μα σας είπα, οι παλαιοί ήταν όλοι αυτοδίδακτοι, και όλους αυτούς που σας περιέγραψα τώρα,όλους τους βιολιστές, αν μου τους βάλετε κάπου μακρυά, να μη τούς βλέπω, κι αρχίζουνε και παίζουνε ένας ένας, θα σας πω, αυτός είναι ο άπορος, αυτός είναι ο Κανάκης, ο καθένας έχει το δικό του στιλ, αυτός είναι ο Χαλδαίος, αυτός είναι ο Παυλινέρης. 

ΑΛΕΞ:Οι μουσικοί βγάζουν το χαρακτήρα τους στο παίξιμο, βέβαια έχει σχέση και αν έχουν διδαχθεί από τον ίδιο δάσκαλο, λίγο πολύ παίρνουν μια όμοια τεχνική και μια όμοια πορεία, αυτό με τον αυτοδίδακτο δεν ισχύει, γιατί αυτός βρίσκει αυτοσχέδιες λύσεις, βέβαια σε όλα τα όργανα υπάρχουν και διάφορες σχολές, δηλαδή και οι δάσκαλοι δεν παίζουν όλοι το ίδιο... 

ΒΑΓΓ: Εγώ δεν ξέρω από αυτά, αλλά άμα ξέρουνε νότες πάει να πει ότι παίζουνε ίδιο όλοι, εμένα άμα μου δώσετε νότες θα πω κινέζικα γράμματα είναι αυτά, δεν τα αναγνωρίζω... 

 ΑΛΕΞ: Εντάξει τώρα αυτό... οι νότες ίσως να είναι πλέον καμιά φορά ας πούμε μια αναγκαία φυλακή, επειδή και προσφέρουνε αλλά και αιχμαλωτίζουν και τον παίχτη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα... Οπότε ... εσείς είπατε πως παίζατε για τρία χρόνια σε πανηγύρια.. 

ΒΑΓΓ: Ε...ναι... έτσι καμιά φορά ο λαουτιέρης ο Μαυρέας με έπαιρνε καμιά φορά. Αυτός έπαιζε με όλους τους βιολιτζήδες, όλα τα βιολιά τον παίρνανε, όλοι παίζανε ο ένας με τον άλλον, μόνο αυτοί στο Μεσσαγρό δεν χωρίζανε με τίποτα... 

                                                  Φωτό: Β. Σοφικίτης- Γ. Κανάκης- Ν.Μαυρέας

 ΑΛΕΞ: Από αυτούς ποιοι τραγουδάγανε; 

ΒΑΓΓ: Κανένας, τραγουδιστής δεν υπήρχε, μόνο καμιόνια φορά στο κέφι ο σαντουριέρης ή ο λαουτιέρης μπορεί να έλεγε ένα δύο τραγουδάκια κι αυτά μισερά, αν δεν είχε τραγουδιστή δίπλα του δεν γινότανε τίποτα, τα όργανα ότι λέγανε με τη μουσική, δεν υπήρχε τραγουδιστής, με τα όργανα δουλεύανε, με τη μουσική. 

ΑΛΕΞ: Πως ήταν παλιά οι γάμοι και τα πανηγύρια; πόσος κόσμος μαζευότανε; 

ΒΑΓΓ: Συνήθως τότε οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια, δεν υπήρχαν οι ταβέρνες που υπάρχουν σήμερα, γινόντουσαν στα σπίτια, μπορεί να ήταν πενήντα; οι συγγενείς, τα σόγια, οι γειτόνοι, πενήντα εξήντα άτομα, παραπάνω δεν ήτανε... 

ΑΛΕΞ: Συνοδεύανε τη νύφη με τα όργανα; 

                                                         Συνοδεύοντας τη νύφη
 

 ΒΑΓΓ: Ναι, βεβαίως... η νύφη έπρεπε να φύγει με τα όργανα, να πάει στην εκκλησία και να επιστρέψει στο σπίτι με τα όργανα, μετά άρχιζε το γλέντι.. Εγώ το είχα αφήσει το βιολί όταν πήγα στρατιώτης. Μετά γύρισα έκανα οικογένεια, δουλειές, το είχα αφήσει είκοσι χρόνια εικοσιπέντε, ούτε βιολί δεν είχα, αυτό που είχα, το είχα χαρίσει σε κάποιον, δεν είχα βιολί. Μετά μου την έδωσε, είδα κάποιον που έπαιζε βιολί και πήρα ένα από αυτά που φέρνανε οι Ρώσοι από πάνω, ε... μου τη βίδωσε πήγα στον Πειραιά και πήρα ένα, μετά αρχίσαμε με τον παπαΝικόλα και ξεκίνησα να παίζω και να ξαναθυμηθώ κάτι. 

                                                       Οικογενειακές  μουσικές στιγμές...        
 

ΑΛΕΞ: Έπαιζες και ακορντεόν; 

ΒΑΓΓ: Ε.. κάτι λίγο...Μια φορά θυμάμαι παίζαμε στον Άγιο Σώστη στην Πέρδικα, είχε κλείσει μαγαζί ο Άπορος και μου είπε θάρθεις να παίξουμε, πήγα το πρωί στο μαγαζί αυτό, είχε περάσει το πρωί ο άπορος και είχε αφήσει το βιολί του εκεί σε ένα μέρος, ήρθε κατά τις έντεκα και ήρθε και ο σαντουριέρης, αρχίσαμε να παίξουμε, αλλά το ακορδεόν ήταν παραπάνω από το σαντούρι στο κούρδισμα, δεν γινότανε τίποτα, παραφωνία τέλεια, παίξαμε δυο τρία κομμάτια ο άπορος όπως ήταν και νευρικός, λέει. “Τάσο πάρτο και φύγε” “Θα φύγω” του λέει ο μπάρμπα Τάσος και σηκώνεται, όχι του λέω μπάρμπα Τάσο αν είναι να φύγεις εσύ θα φύγω εγώ, δεν με νοιάζει εμένανε, κάτσε εσύ και θα φύγω εγώ, όχι, δεν με άφηνε ο άπορος. Το παίρνει το σαντούρι και πάει παραπάνω σε ένα μέρος να το κουρδίσει, πήρε τόνο από το ακορδεόν και πάει πάνω σε ένα στενό και έκατσε πάνω από μια ώρα να κουρδίσει... εκατό χορδές ε; ήρθε ιδρωμένος ο γεροντάκος ο καημένος, αχ τι έπαθα σήμερα είπε, ε... μπάρμπα Τάσο εγώ σου το είπα, να φύγω εγώ να κάτσεις εσύ, τέλος πάντων μετά κάτσαμε συντονιστήκαμε, χα.χα.χα....και βγήκανε λέει και τον βρίσανε κιόλας, βρε γέρο εδώ ήρθες να κουρδίσεις; μας ζαλισες χα.χα.χα...βγήκε λέει μια γυναίκα από το παράθυρο και τον έβρισε... ήταν καλός άνθρωπος.. 

ΑΛΕΞ: Το παρατσούκλι σου ποιό ήτανε; 

ΒΑΓΓ: Φυσαγέρης... Τον παπού μου τον λέγανε φυσαγέρη γιατί ήτανε δύο αδελφια αυτοί, κτιστάδες, κτιζαν σπίτια την εποχή εκείνη, λοιπόν, ήταν ενα τραγούδι την εποχή εκείνη που έλεγε “και μας φύσαγε τ' αγέρι να μας πάει και να μας φέρει” και το τραγουδάγανε εκει πάνω στις σκαλωσιές που δουλεύανε και τους το βγάλανε οι “φυσαγιέρηδες”, μετά έμεινε και σε μένα μέχρι σήμερα, δηλαδή εκατόν πενήντα χρόνια... 

 



Η επίσκεψη μας στον Βαγγέλη Σοφικίτη τελείωσε με το μελωδικό βιολί του κυρ Βαγγέλη, που σαν μια μουσική μηχανή του χρόνου, μας ταξίδεψε σε άλλες εποχές, μας μετέφερε με τη δοξαριά του στα χρόνια της μουσικής “αθωότητας”... 



 



 Κείμενα – Επιμέλεια 
Γεωργία Σταυριανέα

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτρης Μπόγρης, ο γνωστός "Μητσάρας", ένας "θησαυρός" της Αιγινίτικης μουσικής παράδοσης.

Βρεθήκαμε στο φιλόξενο τσαρδί του Μητσάρα για ένα νέο οδοιπορικό στο δρόμο της παραδοσιακής μουσικής, συζητώντας αυτή τη φορά με τον Δημήτρη Μπόγρη “Μητσάρα” κατά κόσμο. 
Ο Αλέξανδρος Σπίτζινγκ γνωστός μαέστρος της Εστουδιαντίνας και δάσκαλος παραδοσιακών οργάνων, μαζί με τη Γεωργία Σταυριανέα και το Σπύρο Τζίτζη μουσικό – φοιτητή και ενεργό μέλος της ορχήστρας Εστουδιαντίνα Αίγινας , περάσαμε το κατώφλι του παραδοσιακού οργανοπαίχτη που με το προσωπικό του μεράκι, και τη γνώση του στα Αιγινίτικα παλιά παραδοσιακά τραγούδια, έχει δώσει μια ξεχωριστή νότα στην ορχήστρα Εστουδιαντίνα Αίγινας, προσπαθώντας με τη συμμετοχή του να οδηγήσει τα νέα παιδιά στα μονοπάτια της παραδοσιακής Αιγινίτικης μουσικής, δίνοντας έτσι τη σκυτάλη στη νέα γενιά, δεδομένου ότι είναι από τους τελευταίους αν όχι ο τελευταίος από τους Αιγινίτες οργανοπαίχτες που κατέχουν, παίζουν και τραγουδούν, τα παλαιά Αιγινίτικα παραδοσιακά τραγούδια.
Ο Δημήτρης Μπόγρης μένει στην Πέρδικα και είναι ένας αυθεντικός  αγρότης, με τα όμορφα γαϊδουράκια του, τα αλώνια και τα αιγοπρόβατα του. Ταυτόχρονα είναι ένας μερακλής μουσικός, βιολάτορας, που ζωντανεύει την παρέα ή το μαγαζί που εμφανίζεται, με το τραγούδι, την μουσική  και το απαράμιλλο κέφι του.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε την τιμή να τον έχουμε μαζί μας στην οικογένεια της ορχήστρας Εστουδιαντίνα , όπου διδάσκεται και διδάσκει μουσική παράδοση. Αν κάποιος θέλει να τον περιγράψει με τρεις λιτές φράσεις μπορεί να πει: ο Μητσάρας είναι ένα μεγάλο παιδί, ένας ξεχωριστός μουσικός, ένας καλός και αγνός άνθρωπος. 
 
Σας μεταφέρουμε την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε μαζί του, με τον αστείρευτο και χαρακτηριστικό λόγο του Μητσάρα, υποσχόμενοι  να επανέλθουμε για κάτι άλλο παραδοσιακό που κάνει ο “Μητσάρας”, ο οποίος είναι επίσης από τους τελευταίους , αν όχι ο τελευταίος, που κατασκευάζει σέλλες χειροποίητες και μερακλίδικες, καθώς και διάφορα άλλα εντυπωσιακά δερμάτινα αξεσουάρ για άλογα και όχι μόνο..



ΣΠΥΡΟΣ: Τον προπάππο μου τον ήξερες; 

ΜΗΤΣΑΡΑΣ: Τον κυρ Μήτσο; ε.. πως δεν τον ήξερα. 

ΣΠΥΡΟΣ:Τι έπαιζε; θυμάσαι τι όργανο έπαιζε; 

ΜΗΤΣ: Έπαιζε, έπαιζε.... μια φορά ρε συ του κάνανε πλάκα. Είχαμε πάει σ' ένα γάμο, ήταν ανιψιός του ο γαμπρός, και τον είχε πάρει, και του είχε πει μπάρμπα θάρθεις.. Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος είχε ένα βιολί και τόβαζε εδώ (στον ώμο) όχι εδώ (σαγόνι), και το κουρδιζε πολύ χαμηλά. 

ΣΠΥΡΟΣ: Ήξερε να παίζει; 

ΜΗΤΣ: Ε..ήξερε, αυτό που έπαιζε, ας μπορούσε να το παίξει κι άλλος, ο άνθρωπος διασκέδαζε την παρέα του, μια μέρα έτσι έγινε με κάποιον, του λέω εσύ μπορείς να το κάνεις; λέει όχι, τότε γιατί τον κατηγοράς ρε μάστορη; του καθενός η τέχνη είναι σεβαστή, αυτό ξέρει αυτό κάνει ο άνθρωπος... 

ΣΠΥΡΟΣ: Τι τραγούδια έπαιζε δηλαδή; 

ΜΗΤΣ: Τα πάντα, ρε παιδί μου τότε δεν παίζανε άλλα από συρτά και καλαματιανά, μετά με το ράδιο, που ήρθαν οι Κονιτοπουλαίοι εδώ, αλλάξανε λίγο. Τότε χορεύανε συρτά , και καλαματιανά. Και τώρα το συρτό που χορεύουνε κανένα παιδί δεν ξέρει να χορέψει... στους συλλόγους είναι μηχανικά, εγώ θυμάμαι η μάνα μου, όλο το σόι μας που χορεύαμε, και χορεύανε όλοι τους στο χωριό εδώ που ήταν όλοι αρβανίτες, το συρτό ήτανε σαν καγκέλι, σταυρωτός ο συρτός, καμία σχέση με τώρα, είχανε ψυχή τότε και χορεύανε οι άνθρωποι, και λέγανε καμιά φορά, που να χορέψουμε με τους κατσαπλιάδες τους Σφεντουριώτες; ή τους Κερκέζους τους Περδικιώτες που σαλτάρουν πάνω στις πέτρες (γελάει). Το πιο ωραίο Καλαματιανό που έχω δει στην Αίγινα να χορεύουνε... έχω δει την Άννα τη Ρόδη με την Ελένη τη Ρόδη. Ελένη Ρόδη Κοκώλη,δύο αδελφές, χορέψανε κάποτε σ ένα γάμο μεσ' το μαγαζί τους, ήταν αστέρια, δεν έχω ξαναδεί άλλον να χορεύει έτσι στην Αίγινα. Λοιπόν πάμε πάλι στον μπάρμπα κυρ Μήτσο. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και παίζαμε με τον Γιώργο το Μόρτη, και του λέει ένας γείτονας ο Φανούρης, αυτός ο Φανούρης έφτιανε βιολιά. Ήτανε ανάπηρος πολέμου και πολεμούσε κι έφτιανε βιολιά, με τα ψέμματα , αλλά ήταν σωστά ωραία όργανα, υπάρχει ένα όργανο ακόμα από αυτά, το έχει ο ανιψιός του ο Νότης ο Μούρτζης, αυτός που έχει το Ρεμέτζο...Με τέτοιο βιολί έμαθα κι εγώ, του κόλλαγα, τόχε σ΄ενα μπαούλο ο άνθρωπος αλλά, δεν μπορούσε να δουλέψει γιατί ήταν φθισικός. Πήγαμε λοιπόν στο γάμο και του λέει ο Φανούρης ρε μπάρμπα κυρ Μήτσο ριγκι ριγκι με την τηγανίτα σου, (ήταν στρογγυλό το βιολί), τι πα να παίξεις κι εσύ; παρεξηγήθηκε ο μπάρμπα κυρ Μήτσος, λέει γαμώ τη πα... να μου πει έτσι; ωχ το κέρατο μου.. Αγριεύτηκε ο μπάρμπα Μήτσος σηκώθηκε κι έφυγε. 

ΣΠΥΡΟΣ: Ήταν ο προπάππος μου. 

ΜΗΤΣ: Ο μπάρμπα κυρ Μήτσος κι ο παππούς μου ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου με τη γιαγιά σου τη Χριστίνα ήταν δεύτερα ξαδέλφια. Στο Σφεντούρι. Ήταν του μπάρμπα Μιχάλη του Μπόγρη παιδιά. Ο μπάρμπα Μιχάλης με τον προπάππου μου τον Σωκράτη ήτανε αδέλφια. Προσφάτως δηλαδή πριν το 1800 (γελάει) ο αδελφός μου με λέει ποντικοφυλάκειο. “κάτσε, λέει, να πάρουμε το ποντικοφυλάκειο στην Αίγινα να μας πει”..(γελάει) 

ΑΛΕΞ: Πες μας για σένα. Ένα σύντομο βιογραφικό, που γεννήθηκες, πως άρχισες τη μουσική, τι κάνεις γενικότερα... 

ΜΗΤΣ: Γεννήθηκα 2/1/του 73.. Δημήτρης Μπόγρης του Σωκράτη και της Βασιλικής... αλλά όλοι χορεύανε και τραγουδάγανε κι απ' τα δύο σόγια, και του πατέρα μου και της μάνας μου.

ΑΛΕΞ: Που γεννήθηκες; 

ΜΗΤΣ: Εδώ, στην Πέρδικα. ΄Επαιζε ο μπάρμπας μου ο Παντελής βιολί, έπαιζε κι ένας αδελφός του μπάρμπα κυρ Μήτσου ο Αναστάσης ο Μπόγρης, ο Τάσος ο Μπόγρης ο Μποχώρης 

ΑΛΕΞ: Μιλάμε για το γνωστό Μποχώρη; που έχουν γραφτεί στίχοι; 

ΜΗΤΣ: Μιλάμε για βιολάτορα, τρομερός, γιάτο; το λέω και ανατριχιάζω.....ο μπάρμπα Τάσος, του λέγανε να μας παίξει το Μποχώρι, το τραγούδι, “άντε του καημένου του Μποχώρη”, παίξε μας το Μποχώρη παίξε μας το Μποχώρη του έμεινε το Μποχώρης. Ο άνθρωπος ήτανε βιολάτορας κι έπαιζε με τον αδελφό του το Βαγγέλη το Μπόγρη λαούτο, και τι έγινε όμως...αυτός ο άνθρωπος 32 χρονών, είχαν βρει τα πιτσιρίκια κάνες από το οχυρό, και δεν ξέρω πως τις γιομίσανε τι είχανε κάνει ,μια εφεύρεση, και έκανε μπαμ... Τώρα πως έγινε δεν ξέρω, σαν το κλειδί που το βάζαμε μεσ' τα σπίρτα και το κοπανάγαμε με την πρόκα κάτι τέτοιο.... και πήγαινε που λες με τα ψάρια στα χέρια ο Βαγγέλης ο λαουτιέρης, με τα ψάρια στο χέρι από την τράτα, και ξυπόλητος, είχε έρθει από το καϊκι, και όπως σημαδεύανε τα πιτσιρίκια εκεί τους λέει “ ρε μουλάρια τι κάνετε εκεί; έλα δω ρε να σας δείξω πως σημαδεύουνε," και με το μπαμ που ακούστηκε, του μπήκε από εδώ (πλάι στο μάτι) ,και του βγήκε από δω (πίσω από το κεφάλι) , και τον άφησε ακαριαία με τα ψάρια στα χέρια ,απόξω στην αυλή του αδελφού του, κι από τότε δεν ξανάπαιξε ο μπάρμπα Τάσος.  

 

ΑΛΕΞ: Εσύ τι παρατσούκλι έχεις; 

ΜΗΤΣ: Χα.χα, “Κατσικά” με λέγανε εμένα, κατσίκες δεν είχα ποτέ μου, αλλά με έπαιρνε από πίσω η κατσίκα της Στέλλας και με λέγανε “κατσικά”. Όλοι όμως με ξέρουνε Μητσάρα.

ΑΛΕΞ: Πες μας με τη μουσική πως ξεκίνησες; 

ΜΗΤΣ: Έπαιζε ο μπάρμπας μου. Όλη μέρα τραγούδια άκουγα, ο πατέρας μου τραγούδαγε , η γιαγιά μου τραγούδαγε, η μάνα μου τα ίδια, ήτανε όλοι καλλίφωνοι. 

ΑΛΕΞ: Θέλεις να μας πεις κάτι για τον μπάρμπα σου; Μερικά στοιχεία; 

ΜΗΤΣ: Και αυτός είχε μάθει από τον Μποχώρη αλλά.. . 

ΑΛΕΞ: Πως τον λέγανε; 

ΜΗΤΣ: Παντελής, Παντελής Αμάφης. Αυτός είχε καταγωγή από Ιταλία, αδελφός της μάνας μου. Αμάλφι ήταν κανονικά, Αμάλφης έγινε εδώ. Ε.. έπαιζε βιολί, αλλά έπαιζε βιολί.... δεν το παράτησε, εγώ το παράτησα. 

ΑΛΕΞ: Ποια ηλικία ήταν τότε περίπου; 

ΜΗΤΣ: Αυτός ήταν γεννηθείς το 32 με 33, 1933, το 35 ήταν η μάνα μου.. Πέθανε το 2005. 

ΑΛΕΞ: Ήξερε μουσική;, νότες; 

ΜΗΤΣ:Εκείνος ήξερε πολλά πράγματα, ήξερε νότες, ήξερε δρόμους. 

ΑΛΕΞ: Είχε πάει σχολείο; 

ΜΗΤΣ: δεν ξέρω αν είχε πάει σχολείο, και βιολί είχε καλό, ακόμα υπάρχει αλλά θάχει διαλύσει μέσα στην υγρασία τόσα χρόνια. 

ΑΛΕΞ: Που είναι αυτό το βιολί; 

ΜΗΤΣ: Το βιολί το έχει η θεία μου, ο ξάδελφος μου, και του Μποχώρη το βιολί υπάρχει, και αυτό Στραντιβάριους είναι, του 1753 του θείου μου καλό βιολί καρυδιά, και το άλλο του Μποχώρη είναι σαν τσιγγάνικο βιολί, είναι σκαλιστό, έχει σκαλιστή τριανταφυλλιά πίσω στα κλειδιά από τη μια πλευρά και από την άλλη, και από κάτω είναι με κύκλους, έχει δυο σταφύλια θυμάμαι, αλλά ήταν βιολί όμως. Το έχει ο ανιψιός του, ο γυιός του λαουτιέρη, ο Γιάννης ο Μπόγρης. 

ΑΛΕΞ: Άρα όλοι γύρω σου παίζανε και τραγουδάγανε; 

ΜΗΤΣ: Ναι όλοι παίζανε και τραγουδάγανε κι εγώ στην αρχή ξεκίνησα με το Μόρτη με ένα μπουζούκι και ένα τζουρά, αλλά... δεν μου άρεσε... Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή, εν τω μεταξύ εμείς κάτω νοικιάζαμε δωμάτια, καμία σχέση με ζώα, ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, η μάνα μου μοδίστρα, μετά τους έμπλεξα εγώ με τους διαόλους, λίγα κάναμε για πλάκα και μετά το πάθαμε..."καλαμπουρι καλαμπούρι τόφαγε η γρια τ' αγγούρι” χα.χα.χα... Λοιπόν, νοικιάζαμε δωμάτια και είχε έρθει κι έτυχε να μένει στο σπίτι μας ο μπάρμπα Γιάννης ο Μουφλουζέλης, και σιγά σιγά ήρθε ο Μόρτης κάναμε παρέα, ο άνθρωπος με το μπουζούκι έπαιζε και κάναμε παρέα και με ένα άλλο ζευγάρι που είχε έρθει,έπαιζε πολύ καλό μπουζούκι, και μια και κάναμε παρέα μας έδειχνε και δυο πράγματα, όμως εμένα δεν μ' άρεσε, και αφού είχαμε το γείτονα που έφτιαχνε μου έφτιαξε ο πατέρας μου μια λίρα από ξύλο, από στύλο της ΔΕΗ, κι αυτό έβγαζε δηλητήριο, και μούχε τρυπήσει όλα τα παντελόνια, και βρώμαγε κιόλας, χα.χα.χα. σαν κουτάλα ήτανε, δεν μ' άρεσε... της τραβάω μία κι εγώ κάτω την έσπασα, και σιγά σιγά, σιγά σιγά έφτιαξα με το γείτονα δίπλα μία της προκοπής, 'άλλη, άλλη, άλλη, μέχρι πούφτιαξα μια λίρα της προκοπής, και γκρι γκρι γκρι, γκρι γκρι γκρι το παλέβαμε εκεί, φτιάξαμε κι ένα βιολί μετά, από τελάρα, από το μανάβικο τότε από τον πατέρα μου, σιγά σιγά παιδευόμαστε εκεί, είχαμε φτιάξει κι ένα χνάρι, και τα ζεσταίναμε, τα βράζαμε, και τέτοια...

ΑΛΕΞ: Σε τι ηλικία περίπου; 

ΜΗΤΣ: Μιλάμε για το 86, 12 -13 χρονών. Εκεί σιγά σιγά φτιάξαμε ένα βιολί , της κακιάς ώρας, και έπαιζε δεν έπαιζε, ξεκουρδιζότανε, εν τω μεταξύ εγώ δούλευα και στο Μουντιμπεϊ. Μια μέρα εκεί που γλεντάγαμε μου λέει ο αδελφός μου, για φέρτο δω αυτό... του το δίνω, κάνει μια έτσι στο γόνατο το σπάει, πάρτο κι αϊ στο διάολο μου λέει, του δίνω κι εγώ μια κλωτσά και πάει κάτω στο δρόμο. Την άλλη μέρα με τσακώνει από το σβέρκο και πάμε στην Αληπέζα στον Αργύρη το Βάιλα και πήρα το πρώτο βιολί, ένα κινέζικο δεκαπέντε χιλιάδες τότε. Και το πήρα κι άρχισα ρι, ρι, ρι, ρι...ρι, ρι, ρι, ρι τους ξύπναγα όλους, με βρίζανε στη γειτονιά.

ΑΛΕΞ: Με ποια τραγούδια ξεκίνησες; 
ΜΗΤΣ: το πρώτο τραγούδι που έπαιξα ήταν “Σιγά την άμαξα”, και επειδή ήταν Χριστούγεννα και τον Άγιο Βασίλη... κι όλη την ώρα ρι,ρι, ρι, ρι, ρι,ρι... Είχα μεγάλη τρέλα....Ααα. Το παιδί πρέπει να τρώει, να κοιμάται και να ξυπνάει με το όργανο άμα το αγαπάει, φαίνεται ο άνθρωπος άμα έχει σεβντά, όπου και να πήγαινα μαζί τόχα, πίσω από τον παππού μου με το μουλάρι και τη λίρα την είχα στα χέρια, ότι θέλεις το μαθαίνεις.

ΑΛΕΞ: Εσύ με το Μόρτη και το Μουφλουζέλη πήγαινες για να μάθεις μπουζούκι; 

ΜΗΤΣ: Ναι... μπουζούκι μάθαινα. Είχα μάθει τη Φραγκοσυριανή... Έτσι ξεκίνησα, έμαθα μερικά, μετά πήρα το βιολί κι άρχισα να παίζω. Τα παράτησα όμως, τα παράτησα, γιατί κακά τα ψέμματα, με μπουζούκι δεν μπορείς να παίξεις, κι όταν ο άλλος θέλει να σε έχει να σε χειραγωγεί, δεν μπορείς να παίξεις....πάει, δεν μπορείς να παίξεις... 

ΑΛΕΞ: Τα τραγούδια τα παλιά που παίζεις, που παίζεις ακόμα, και ίσως είσαι ο μόνος που τα ξέρεις, ίσως κάποιοι τα τραγουδάνε ακόμα , αλλά εσύ είσαι γνώστης, πώς τα έμαθες; 

ΜΗΤΣ: Από τη γιαγιά μου, της έλεγα “πες μου ρε γιαγιά ένα τραγούδι, και από τη μάνα μου, αλλά πιο πολύ η γιαγιά μου, και της έλεγα στα τελευταία, άντε ρε γιαγιά πες μου ένα τραγούδι, και μου έλεγε, αχ μάτια μου, τάχα μέσα σ΄'ενα ταγάρι (τα τραγούδια) και μου κόπηκε το ταγάρι, κι έπεσε από το μουλάρι και τάχασα. Ποιο μουλάρι; η καημένη ήταν άρρωστη και δεν είχε φωνή να μου τα πει.

ΑΛΕΞ: Πότε ξεκίνησες πάλι να παίζεις; Ξεκίνησα ξανά με το Θωμά ένα φίλο μου. Ήρθαμε σε μια εκδήλωση της Εστουδιαντίνας για την Άλωση της Πόλης και είπε στο μικρόφωνο ο Αντρέας ότι όποιος ξέρει τραγούδια από την παράδοση της Αίγινας, από πέντε μέχρι εκατόν πέντε χρονών και θέλει να βοηθήσει είναι δεκτός, χρειαζόμαστε βοήθεια, αν θέλει να έλθει στην ορχήστρα μας. Έτσι έμαθα λεπτομέρειες ήλθα στην ορχήστρα. Δεν έπαιζα γιατί δεν μπορούσα. Τα όργανα πρέπει να ταιριάζουνε σαν τα μουλάρια στ' αλέτρι. Να τραβάνε και τα δύο σύμφωνα δηλαδή, να τραβάνε στην αυλακιά και τα δύο σύμφωνα, και όντως έτσι είναι, όταν ο ένας είναι σκυλάς και ο άλλος παραδοσιακός δεν μπορεί να σου δώσει ο άλλος. Γι' αυτό και τα παράτησα, δεν μπορούσα να παίξω. Για οκτώ χρόνια δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. 

ΑΛΕΞ: Θυμάσαι ακόμα έτσι παλιά πανηγύρια εδώ στο νησί; πιο παραδοσιακά από τα σημερινά; 

ΜΗΤΣ: Ναι.. θυμάμαι, του Άγιου Σώζου με τον Άπορο να παίζει στο Σφεντούρι, και του Αγίου Κωνσταντίνου πάλι στο Σφεντούρι. Παντού, και στους Λαζάρηδες, που έπαιζε ο Γιώργος ο Μπαρδάκος, και ο Γιώργος Λαζάρου από το Μεσαγρό με το Βάγια Σουλαρίκη, που έπαιζε βιολί και ήταν από τη Λήμνο, ο Μπαρμπακογιώργος εκεί έπαιζε μπουζούκι.

ΣΠΥΡΟΣ: Κυρίως δηλαδή τα όργανα ήταν βιολί και μπουζούκι. 

ΜΗΤΣ: Ναι βιολί μπουζούκι... Παλιά υπήργχε ο Λάγιος που έπαιζε βιολί στην Παχιαράχη, κι ο Μέγας ήταν από την Παχιαράχη, Γιάννη τον λέγανε, τώρα το Μέγας μάλλον παρατσούκλι ήταν, το επώνυμο η Τρίμης, ή Κοσμάς, κι ήταν κι αόμματος ο άνθρωπος, έβλεπε πολύ λίγο. Ο Λάγιος ήταν στους Αποσπόρηδες κι έπαιζε λαούτο, επίσης λαούτο έπαιζε ο Μαυρέας στον Κύλινδρα, στον Μεσαγρό ήταν μια ζυγιά όργανα, σαντούρι και βιολί, ο Ηλίας Λεούσης έπαιζε βιολί. Υπήρχε ο μπάρμπα Τάσος ο Κρεούσης που έπαιζε σαντούρι. Είχαμε πολλούς σαντουριέρηδες. Ερχόταν και ο Αραπάκης κι έπαιζε με τον Άπορο. Ο Άπορος έφερνε κι έναν κλαρινιέρη τον Χριστόφορο. Γινόντουσαν πολλά πανηγύρια ρε παιδιά, τώρα δεν υπάρχουν. 

ΑΛΕΞ: Πότε σταμάτησαν; 

ΜΗΤΣ: Σταμάτησαν το 92 περίπου. Μεγάλο πανηγύρι γινόταν της Αγιά Παρασκευής στους Καπότηδες. Πολλά γινότανε. Γινότανε στην Αγιά Τριάδα στον ελαιώνα, στην Αγία Τριάδα στο Σφεντούρι, στους Αγίους Θεοδώρους, στον Αη Γιώργη στο Κλίμα, γινόταν μεγάλο πανηγύρι στον Αη Γιώργη στο κλίμα, μάλιστα μια φορά τσακωθήκανε οι Μπενεγιώτες με τους Σφεντουριώτες και κάνανε κι αψιμαχίες, βομβαρδισμούς, τους πλακώσανε στις πέτρες στα καΐκια οι Σφεντουριώτες... δεν μονιάζανε ποτέ. Στους Αγιανάργυρους γινότανε πανηγύρι στη μουριά, στο νεκροταφείο του Σφεντουριού, στον Αγιο Σώζο μεγάλο πανηγύρι πάντοτε με όργανα.

ΣΠΥΡΟΣ: Αν γύρναγες πίσω στο χρόνο, προσπάθησε να πας με τη σκέψη σ' ένα πανηγύρι από αυτά, τι τραγούδι θα έλεγες; 

ΜΗΤΣ: Κατ' αρχήν χορευτικά τραγούδια. Ας πάν να δουν τα μάτια μου, μαντήλι καλαματιανό, τον Αργίτικο, πάρε Μαριώ τη ρόκα σου, τι έχεις Ρήνα μ' κι αρρωσταίνεις, από ζεϊμπέκικα χορεύανε την Πέργαμο σαν αηβαλιώτικο, αμα θέλανε αηβαλιώτικο ζητάγανε την Πέργαμο.  Εγώ θυμάμαι ακόμα και στις μπακαλοταβέρνες που υπήρχανε τελευταία, του Βασίλη του Μούρτζη του Γουλέτα το παρατσούκλι του, και σου λέγανε τα αλάνια οι ψαράδες ,οι παλιοί καπετανέοι με καΐκια, ο Αργύρης ο Μπέσης, σου λέγανε αϊντε φέρε το βιολί σου ρε, και το στήναμε στο έτσι, ερχότανε κι ο μπάρμπας μου ο Παντελής ...ή ο μπάρμπας μου ήτανε πάντα στο μαγαζί να πιεί την κούπα του το μισό το κατρουτσάκι του, έλεγαν βρε Παντελή άντε φέρε το βιολί, μαζί κι ο πιτσιρικάς, μαζί και τα δυό βιολιά και κάναμε γλέντι βρε παιδιά, γλέντι από το τίποτα, να σπάνε τα πιάτα... δεν γίνονται αυτά τα πράματα τώρα. Τα τελευταία γλέντια γίνανε εδώ στο σπίτι από το τίποτα...γλέντια όχι αστεία... την άλλη μέρα δεν είχαμε πιάτα να φάμε, στα πιάτα του σκύλου φάγαμε χα.χα.χα. στο ταψί τρώγαμε.. και όταν κουρεύαμε τα πρόβατα γλέντι να δεις. Μέχρι εδώ κάτω ήταν το μαντρί. Τώρα έβγαλα τα τετράποδα κι έβαλα το δίποδο χα.χα.χα..

Μετά το 90 αλλάξανε τα πράγματα δεν γίνονταν γλέντια. Πολλές φορές τα μαγαζιά μένανε άδεια, στρωμένα και μένανε άδεια . Κάποια φορά είχανε φέρει ένα συγκρότημα από τη Μάνη κάτω στην παραλία, ωραίοι ήτανε, ακορντεόν αρμόνιο, κιθάρα και μπουζούκι, είχανε και μια τραγουδίστρια, περάσαμε ωραία , καλαμπουρίσαμε, είχαμε πάει εγώ ο Μόρτης, κι ο Θωμάς ο Πέπας ο μπουζουξής, παρέα όλοι, τότε είμαστε μαζί... και την άλλη μέρα μπλέξαμε στη Σοφία στου κουτσού την ταβέρνα, και μας λέει η Σοφία, ρε πάτε αλλού σε ξένους και κονομάνε, και σε μας δεν έρχεστε... εμείς είχαμε πιει, είμαστε πάνω στο τσακίρ κέφι, μου λέει ο Μόρτης πάμε ρε; και δεν πάμε του λέω..ήταν και γεμάτο το μαγαζί... Παιδιά έγινε τέτοιο γλέντι, και πάει ένα παλικάρι που δούλευε στο μαγαζί το άλλο το κάτω, και λέει: παιδιά απόψε δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά στο πάνω μαγαζί παίζει ο Μητσάρας, και του λέει ο μπουζουξής, και τι είναι ο Μητσάρας ο Βοσκόπουλος; και του λέει το παλικάρι Βοσκόπουλος δεν είναι, βοσκός είναι, αλλά ...προσέξτε καλά. Ε.... δεν πάτησε παιδιά ψυχή στο κάτω μαγαζί.

 ΑΛΕΞ: Δεν μας είπες, σου έδειξε κάποιος, ο θείος σου ας πούμε βιολί; 

ΜΗΤΣ: Δεν θα πω όπως λένε πολλοί "μόνος μου". Μου έδειξε, και έκλεβα κι ότι μπορούσα.. τώρα στα 46 έμαθα από τον Αλέξανδρο τις νότες κι ακόμα ούτε τις θυμάμαι, αλλά πιάνω με το αφτί. 

ΑΛΕΞ: Και πως ακριβώς σου μάθαινε ο θείος σου; πήγαινες και σου έδειχνε; καθόσουν και τον άκουγες; 

ΜΗΤΣ: Είχαμε μανάβικο δίπλα στου θείου μου, τα σπίτια της μάνας μου και του θείου μου ήταν γύρω γύρω, κι εμείς είχαμε μανάβικο εκεί στης μάνας μου το σπίτι, εγώ κράταγα το μαγαζί, πούλαγα, πούλαγα, αλλά σιγά σιγά ερχόταν εκεί και ο θείος μου και καθόταν. Εγώ του κόλλαγα και τούλεγα δείξε μου, και τον άκουγα όταν έπαιζε, καθόμαστε όλοι μαζί και σιγά σιγά έμαθα... 

ΑΛΕΞ: Θα ήθελες να παίξουμε τώρα μερικά από τα παλιά αιγινίτικα τραγούδια;

ΜΗΤΣ: Πάμε!

 

   Θα μπορούσαμε να περάσουμε πολλές πολλές ώρες με τον αστείρευτο λόγο του Μητσάρα, αφήσαμε όμως και για την επόμενη φορά να πούμε περισσότερα, και κλείσαμε την όμορφη επίσκεψη μας ηχογραφώντας μουσικά κομμάτια από  παραδοσιακά Αιγινίτικα τραγούδια που έπαιξαν ο Μητσάρας με τον Αλέξανδρο και τον Σπύρο και που θα ακούσετε σύντομα από το κανάλι μας στο Υou Τube..


 

 


 

 
Επιμέλεια-κείμενα
Γεωργία Σταυριανέα