Ο μοναδικός λόγος που η λαϊκή παράδοση δεν εξαφανίζεται στο πέρασμα των χρόνων είναι η αγάπη και το πάθος με το οποίο κάποιοι άνθρωποι τη στηρίζουν και κρατώντας τη σκυτάλη της παράδοσης για να την αφηγηθούν και να την διδάξουν στις νεότερες γενιές.
Ένας από τους φρουρούς της λαϊκής παράδοσης είναι ο πάτερ Νικόλας Γαρυφάλλου, ο οποίος μας παραχώρησε μια από καρδιάς συνέντευξη.
Μας υποδέχθηκε στο πατρικό του σπίτι και με τον δικό τρόπο ξεδίπλωσε κομμάτια της ζωής του.
Ξεκίνησε την αφήγηση του δείχνοντας μας δύο παραδοσιακά όργανα και μας αφηγήθηκε την ιστορία τους.
Συνέντευξη- Επιμέλεια: Αλ.Σπίτζινγκ -Γ.Σταυριανέα
Η λίρα αυτή είναι έργο των χειρών του Βαγγέλη του Σοφικίτη, οι τρίχες είναι αυθεντικές είναι αλογίσιες τρίχες, και βλέπετε έχει φτιάξει μια λίρα νησιώτικη, και το δοξάρι το έχει φτιάξει κατά μίμηση του βιολιού, δεν είναι δοξάρι τόξο λίρας, γιατί αυτός παίζει βιολί, εγώ άλλαξα τις χορδές, τις έβαλα μεσινέζα, πλαστικές χορδές γιατί εκείνος είχε βάλει παλιές βιολιού και ήθελα εγώ να βγάλω άλλο ήχο. Ε... την έπαιξα εγώ, τότε που μου την είχε φτιάξει πριν δέκα δεκαπέντε χρόνια τη λιρίτσα αυτή , μετά την παράτησα, την έχω έτσι... από τα χέρια του Βαγγέλη, αλλά στα χέρια ενός έμπειρου μπορεί να βγάλει ήχο.
Είναι ξύλο ελιάς;
Είναι ξύλο ελιάς , και το καπάκι, γι αυτό και είναι τόσο βαριά.
Αλλά... από κάτι τέτοιο ξεκίνησε εκείνος το παίξιμο το δικό του στο βιολί μετά, λίρα έφτιαξε ο ίδιος όταν ήτανε μικρός όπως μου έχει διηγηθεί, έπαιξε μόνος του, και μετά έπιασε βιολί.Αυτό το μαντολίνο είναι πάρα πολύ παλιό, είναι προπολεμικό, είναι του παππού μου του Νίκου που έμενε εδώ, φέρω το όνομά του, Νικόλαος Γαρυφάλου. Όταν ήμουν φοιτητής στο τέλος της δεκαετίας του ογδόντα του έκανα ένα σέρβις γιατί ήταν σκεβρωμένο. Είχε κατασκευαστεί που λέτε; Είχε κατασκευαστεί στις φυλακές της Αίγινας από κρατούμενο.
Ο παππούς μου έχει δουλέψει στις φυλακές της Αίγινας ως οικοδόμος. Έχουν βέβαια γκρεμιστεί τώρα τα προσκτίσματα που έκαναν στο ορφανοτροφείο του Καποδίστρια. Είχαν γίνει κάποια προσκτίσματα μέσα, κάποια μαγειρεία, βοηθητικοί χώροι, και δουλεύανε άνθρωποι οικοδόμοι από δω ντόπιοι, και εκείνος είχε δουλέψει εκεί μέσα στα νιάτα του, και είχε γνωριστεί εκεί μέσα με ανθρώπους που φτιάχνανε διάφορα... Όπως είναι οι φυλακές στην Αγιά Σωτήρα που λέμε, η εκκλησία των φυλακών, έχει κάτι χώρους δεξιά και αριστερά, αυτοί οι χώροι είναι μεγάλοι... αυτοί οι χώροι ήταν “πάρκινγκ” που έμπαιναν μέσα ζώα και άμαξες, για να φέρουν προμήθειες, από την πίσω πόρτα, και “παρκάρανε” τα ζώα δίπλα στην εκκλησία, πολύ μεγάλοι χώροι, αχανείς... μετά κλείστηκαν αυτοί οι χώροι και ο χώρος αριστερά του ναού, τον θυμάμαι κι εγώ αυτό το χώρο από τα παιδικά μου χρόνια, γιατί το πατρικό μου σπίτι ήταν δίπλα στις φυλακές... έχω ζήσει τις φυλακές πάρα πολύ, μεγάλωσα στο χώρο αυτό... ο χώρος λοιπόν αριστερά της εκκλησίας έγινε σινεμά των φυλακών, και ο χώρος δεξιά από την εκκλησία έγινε μηχανουργείο, έφτιαχναν διάφορα πράγματα εκεί, εκκλησούλες με σπίρτα, σπιτάκια, και τα πουλούσαν οι άνθρωποι, ενδεχομένως έφτιαχναν και όργανα, αν υπήρχε κάποιος που ήξερε αυτή την τέχνη, και προφανώς θα υπήρχε.
Εγώ έμπαινα στις φυλακές, ακολουθώντας τον παπά που κάναμε λειτουργίες, από παιδί, ψαλτάκι, κι έχω μπει πολλές φορές μέσα όταν ήταν σε λειτουργία οι φυλακές, στην Αγιά Σωτήρα έχω ψάλλει από μικρό παιδί.
Αυτό λοιπόν (το μαντολίνο) έχει γίνει εκεί. Του κάναμε ένα σέρβις τότε , ο παππούς είχε γεράσει δεν το έπαιζε πια. Όταν εγώ είχα καταλάβει ως μαθητευόμενος τότε στο λαούτο, ότι αυτό έχει το ίδιο κούρδισμα με το λαούτο, γύρισα εδώ ενθουσιασμένο. Με αυτό (το μαντολίνο) έχουν γίνει εδώ στο χώρο που είμαστε πολλά γλέντια, ο παππούς έπαιζε...
Τι έπαιζε; Τι ρεπερτόριο;
Έπαιζε κυρίως αποκριάτικο ρεπερτόριο. Λεμονάκι μυρωδάτο, και τραγούδια της Αίγινας που χαρακτηρίζονται αποκριάτικα, “κυρα Βαγγελιώ” ,“Σαμιώτισσα”, “πρώτη αρχή του έρωτος”,.. και άλλα. Έπαιζε τη μελωδία και τραγουδούσε κιόλας, και ακολουθούσαμε όλοι.
Μέχρι πότε περίπου τραγούδαγε ακόμα; Πότε είχε γεννηθεί βασικά;
Το 1910 είχε γεννηθεί, εδώ στον Ασώματο, και πέθανε το 2000 ενενήντα χρονών. Μπορώ να πω ότι πριν γεράσει πολύ, τραγούδαγε, και κυρίως έψελνε, τραγούδαγε... και μάλιστα εκτός από τα αποκριάτικα αγαπούσε πολύ και τόλεγε με λεβεντιά το “κάτω στου βάλτου τα χωριά”.
Το έλεγε τσάμικο ή κανταδόρικο;
Τσάμικο... παρ' ότι δεν χορευόταν εδώ το τσάμικο. Από κανταδόρικα έλεγε τη “Λαφίνα”, “τους Λιμοκοντόρους... λιμοκοντόρος πέρασε και βρήκε μια δεκάρα, την έβαλε στην τσέπη του να πάρει κουραμάνα”...
Στην Παναγίτσα, στο γραφείο δίπλα, είχαμε δει κάποτε μια φλογέρα Αιγινήτικη, υπάρχει αυτή;
Μια φλογερίτσα ναι, αυτή η φλογερίτσα είναι κατασκευή ενός βοσκού που δεν ζει πια. Ήταν άνδρας μιας νεωκόρου της Παναγίτσας, και όταν πέθανε εκείνος, της είπα να μου δώσει την φλογερίτσα του άνδρα της σαν ενθύμιο, ήταν μαύρη κατάμαυρη μέσα από το μαντρί, μία σωλήνα είναι, μια σωλήνα του υδραυλικού που είχε κάνει επάνω της ο άνθρωπος τρύπες.
Έπαιζε ο ίδιος;
Έπαιζε ναι, είχε παίξει μπροστά μου αλλά δυστυχώς δεν είχα κάτι να τον μαγνητοφωνήσω.Δεν έπαιζε κάτι γνωστό, έπαιζε όπως παίζει ένας βοσκός, ένα αυτοσχεδιασμό όπως θα λέγαμε, δεν θύμιζε κάτι ούτε από σκάρο ούτε από μοιρολόι Ηπειρώτικο.
Πως ήταν το όνομά του; το θυμάστε;
Κώστας Πανταζής, αλλά έπαιζε μόνος του, εκεί με τα προβατάκια του, εδώ πάνω στον ασώματο, ένα αυτοσχεδιακό σκοπό, και όταν του έλεγα τι είναι αυτό που παίζεις; μου έλεγε ότι, αυτή τη στιγμή που παίζω λέω...και μου ανέφερε κάποιους ερωτικούς στίχους, στίχος που έβγαινε από μέσα του, δικό του όχι κάτι γνωστό.
Λίρα... άλλα όργανα, παίζανε εδώ;
Όχι, κυρίως βιολί και λαούτο. Δεν έχω μάθει για κάποιον, ότι είχα ακούσει ήταν από τον Βαγγέλη τον Σοφικίτη που μου είχε πει ότι κάποιο εδώ παίζανε λίρα, από κανέναν άλλον, ούτε ο παππούς μου είχε πει ότι παίζανε εδώ λίρα.
Μου άρεσε πολύ η φλογέρα όταν είχα δει τον Μπάμπη να παίζει στη σχολή του Σίμωνος Καρά φλογέρα κλπ, και μου έδειξε, κι έχω φτιάξει κάποιες φλογέρες κι εγώ από αλουμίνιο.
Άλλοι πλέον παλαιοί οργανοπαίχτες δεν υπάρχουνε;
Δεν υπάρχουνε, όχι, η αλήθεια είναι ότι το νησί μας είναι φτωχό σε δική του μουσική παράδοση θάλεγε κανείς, γιατί το νησί έχει ερημωθεί αρκετές φορές, έχει σφαχτεί κ.λ.π...
Κόπηκε απότομα όλο αυτό έτσι δεν είναι; Σαν να γύρισε κάποιος ένα διακόπτη.
Ναι, ας πούμε εμείς κάναμε κάτι με τον Αχιλλέα τότε, μια προσπάθεια φοιτητική ας πούμε, να βρούμε, θα έλεγα σε πλαίσια φολκλορικά, να διοργανώσουμε ένα χορό, να διοργανώσουμε μία εκδήλωση, να αναστήσουμε το χορό της Λαμπρής... μετά πήρε τη σκυτάλη ο Μορφωτικός Σύλλογος. Εμείς, παιδιά τότε, μάθαμε για το χορό της Λαμπρής, είχαμε τέτοιο έθιμο δεν το ξέρουμε; να το ξανακάνουμε εμείς, έστω και στα ψέμματα.Πήγαμε τότε επάνω, ήταν τότε νέος ο πατήρ Εφραίμ ο σημερινός Μητροπολίτης, είχε τότε ενθουσιασμό, να πάρετε όργανα,πάρτε χρήματα να πάτε να μάθετε μουσική, να κινηθείτε... Και πήγαμε στην Παλιαχώρα, ήρθε ο πατήρ Εφραίμ τότε, αψήφισε τα πάντα, κόπους κλπ. Μεταφέραμε πράγματα στην Παλιαχώρα, φαγητά, κρασιά, να στήσουμε, να κάνουμε λειτουργία στον Αγιο Γιώργη τον καθολικό. Πριν ο Αη Γιώργης επισκευαστεί... φανταστείτε... να καθαριστεί ο χώρος κλπ. για να λειτουργήσουμε, να πάει ο κόσμος επάνω, να κάνουμε σώνει και καλά το “μικρό χορό” επάνω στη μικρή πλατεία του Αη Γιώργη, Παναγία Φορίτισσα όπως λεγότανε, και μετά να κάνουμε το μεγάλο χορό, να κάνουμε όλα τα έθιμα που είχαμε διαβάσει.
Αυτός ο σύλλογος δεν υπάρχει πλέον;
Οχι τώρα δεν υπάρχει, νομίζω τώρα την σκυτάλη την έχετε πάρει ουσιαστικά εσείς η Εστουδιαντίνα, πραγματικά... αυτή την προσπάθεια την έχετε πάρει εσείς. Προσπάθησε μετά από αυτό να έχει τα όργανα η σχολή Βυζαντινής μουσικής, δεν τα κατάφερε σαν σχολή, κράτησε μόνο τη Βυζαντινή μουσική, και αυτό με τα όργανα και την λαϊκή παραδοσιακή μουσική το κάνετε πλέον εσείς.
Αυτό που προσωπικά μπορώ να πω εδώ, είναι ότι ο παππούς μου είχε ζήσει στα παιδικά του χρόνια χορό της λαμπρής, όχι στην Παλιαχώρα αλλά στον Ασώματο. Αυτό δηλαδή που έχουμε διαβάσει στα λαογραφικά μουσεία για χορό της Λαμπρής, γινότανε και στις επί μέρους ενορίες στα χωριά.
Δυστυχώς δεν υπήρχε ηχογράφηση τότε για να ξέρουμε τα τραγούδια αυτά, γιατί όταν ανοίξετε να δείτε τα κείμενα που περιγράφουνε το χορό της Λαμπρής, είναι πολλά τα τραγούδια μέσα, έχουμε ακόμα και το τραγούδι του Αη Γιώργη, “Αγιε μου Γιώργη αφέντη μου, κι αφέντη καβαλάρη...” και πολλά πολύστιχα τραγούδια που δυστυχώς δεν τα ξέρουμε... ή... εμένα μου αρέσει να αναφέρεται ένα τραγούδι σε κάποιο Άγιο... όπως ένα τραγούδι που ξεκινάει ο χορός της λαμπρής “ Δόξα νάχει πάσα μέρα, στον Υιό και στον Πατέρα..” τραγούδι που υπάρχει και στις Κυκλάδες αλλά εδώ δεν ξέρουμε πως το λέγανε, το λέγανε σαν τις Κυκλάδες; διαφορετικά; δεν ξέρουμε..
'Εχουμε πολλές φορές ακούσει για παραλλαγές... έχουμε ας πούμε ένα τραγούδι που το παίζουμε και σήμερα στην ορχήστρα της Εστουδιαντίνας το “τούτο το καλοκαιράκι” , που είναι τσάμικο στην Πελοπόνησο, όμως είχαμε την μαρτυρία ότι εδώ παιζότανε καλαματιανό...
Ναι, ναί είναι μέσα στα αποκριάτικα τραγούδια, το θυμάμαι, το έλεγε ο παππούς και αυτό, και το άλλο: “με πήρανε στο ναυτικό μαύρα τα μάτια που αγαπώ”... Αυτά ήτανε σαν να έπιανε ένας καλαματιανός ποτ πουρί, και λέγανε πολλά, πολλά τραγούδια σε ρυθμό καλαματιανό.
Τα λέγανε αποκριάτικα αλλά δεν παιζότανε μόνο τις απόκριες;
Κυρίως τις απόκριες. Δηλαδή μπορώ να σας πω ότι το μαντολίνο όλο τον υπόλοιπο καιρό δεν παιζότανε εδώ, ήτανε μέσα σε μια μεγάλη μαξιλαροθήκη αποθηκευμένο πάνω στην ντουλάπα της γιαγιάς και έβγαινε εκεί μόλις έμπαινε το τριώδιο, του Τελώνου και Φαρισαίου... Εδώ, σ' αυτό το μέρος, έχουν γίνει πολλές γιορτές, μαζευότανε όλο το σόι και γινόντουσαν γλέντια οικογενειακά.
Οχι, δυστυχώς όχι. Το προσωπικό μου βίωμα ήταν και από εδώ βέβαια στην οικογένεια, αλλά το παραδοσιακό ερέθισμα ήτανε από τη γειτνίαση με τις φυλακές όσο και αν φαίνεται παράξενο. Το σπίτι μου ήτανε στη γωνία απέναντι στις φυλακές, ακούγαμε το καμπανάκι καθημερινά που χτυπούσε για διάφορα πράγματα, να μαζευτούνε για γεύμα ή για κάτι άλλο. Ζήσαμε πολλές εξεγέρσεις μέσα στις φυλακές την περίοδο της χούντας, εγώ ήμουν μικρός αλλά τα θυμάμαι... αποδράσεις, να έρχονται το πρωί και να γεμίζει γύρω γύρω κόσμο, ερχόταν και ο στρατός... εκεί τι γινότανε, πέρα από αυτά , αυτοί που υπηρετούσαν μέσα οι φύλακες, ήταν φίλοι μας, ήταν πολύ νέα παιδιά, αυτοί ...κυρίως κρητικοί, είχαν λίρα, και παίζανε, το βράδυ εκεί που μένανε στους κοιτώνες τους μέσα παίζανε λίρα, και κάποιοι λίγοι πόντιοι, άκουσα λοιπόν από μικρός ζωντανά κρητική λίρα, και τραγούδια, ή ποντιακή... όλα αυτά είναι ερεθίσματα για ένα μικρό παιδί πέρα από ηχογραφήσεις, πέρα από την τηλεόραση που ίσως κάτι έδειχνε.
Θυμάμαι μικρός απέκτησα μια αγάπη για το κρητικό ρεπερτόριο, την κρητική λίρα... πάρτε μου μια κρητική λίρα στα χέρια μου θα δείτε τι θα κάνω... ποιος να μου την πάρει τη λίρα; ποιος να με διδάξει; δεν υπήρχε τότε ο Άλεξ (Σπίτζινγκ) εδώ πέρα... γι ' αυτό ξεκίνησα με τη βυζαντινή μουσική που ήταν από τις λίγες τότε στημένες ας πούμε μουσικές προσπάθειες στην Αίγινα. Υπήρχε ένα ωδείο στο οποίο μάθαιναν πιάνο και κιθάρα, αλλά εκεί συνήθως πήγαιναν μόνο κορίτσια, σπάνια να πάει αγόρι, πηγαίνανε οι δυο ξαδέρφες μου, η μία μάθαινε πιάνο και η άλλη κιθάρα, αλλά εμένα αυτό το ρεπερτόριο δεν με πολυάγγιζε, ήταν έτσι κάπως μελαγχολικό, ... εγώ ήθελα τα του χωριού, εδώ, να πανηγυρίζουμε, του παππού τη μουσική, ή των φυλάκων τις μουσικές που είχαν μια άλλη ατμόσφαιρα.
Τότε ήταν ο κύριος Στέλιος ο Κρητικός, που ήταν ψάλτης στην Παναγίτσα στην αρχή, μετά ήταν ο πρωτοψάλτης στη Μητρόπολη για πολλά πολλά χρόνια... Έκανε η μητρόπολη Ύδρας τη Βυζαντινή Σχολή Μουσικής που υπάρχει μέχρι σήμερα, ο Στέλιος τότε ήταν ο μοναδικός καθηγητής και διευθυντής της σχολής.
Θυμάμαι πολύ δειλά πήγα την ώρα που κάνανε μάθημα στη Μητρόπολη, τότε στο γραφείο της Μητρόπολης ήταν πιάνο, και πήγα κοντά στην πόρτα, γιατί είχα παρακαλέσει πολλές φορές τον πατέρα μου τον μακαρίτη να πάω και να γραφτώ κι εγώ, και ο πατέρας μου ήταν λίγο... ήταν τότε μιας νοοτροπίας διαφορετικής ...άμα θέλεις να πας να γραφτείς... όχι να με πάρει από το χέρι, να με πάει... κι εγώ τότε πήγαινα δημοτικό σχολείο, πήγαινε να γραφτείς στο Στέλιο , γείτονες είμαστε με το Στέλιο, πήγα λοιπόν εκεί που έκανε μάθημα και γυρίζει και μου λέει, το θυμάμαι σαν να είναι τώρα και συγκινούμαι κάθε φορά, κατάλαβε ότι κάποιος ήταν στην πόρτα και μου λέει: σου αρέσει; Πολύ! του λέω εγώ, κάτσε να τελειώσουμε και να σε δοκιμάσω... έπρεπε να δοκιμάσει τη φωνή, δεν υπήρχε περίπτωση, έπρεπε να μην είσαι φάλτσος για να συμμετέχεις, πράγμα το οποίο σήμερα εμείς δεν το κάνουμε, όποιος έλθει, θα καθίσει δίπλα στους άλλους και ακόμα και αν κάνει παραφωνία θα μαθητεύσει αν θέλει. Τότε δυστυχώς αυτό δεν γινότανε και κάποιοι πικράθηκαν από αυτό το πράγμα, κρίμα, ήταν κρίμα που δεν μπόρεσαν να μαθητεύσουνε.
Πολύ αργότερα μάθαμε για την ύπαρξη ενός καλού ψάλτη και ανθρώπου που έχει προσφέρει πάρα πολλά, δεν ζει βέβαια, ο Εμανούλ Φαρλέκας, αν πείτε σε εκκλησιαστικούς και ψαλτικούς κύκλους το όνομα Φαρλέκας θα σταθούν προσοχή, αυτός ήταν από την Κωνσταντινούπολη, και ήταν μέσα στα γραφεία του Πατριαρχείου, όμως κάποια στιγμή απελάθηκε, και ήρθε στην Ελλάδα και δούλεψε στα αντίστοιχα γραφεία εδώ στα γραφεία της Ιερής Συνόδου, και είναι ο πρώτος που έβγαλε τα δίπτυχα της εκκλησίας της Ελλάδος...
Ο Εμανουήλ Φαρλέκας ήτανε φάλτσος, δεν μπορούσε να ψάλλει, κι όμως στην Κωνσταντινούπολη είχε μαθητεύσει κοντά στους ψάλτες και είχε μάθει τη σημειογραφία και όλα αυτά... τη θεωρητική, και έγραψε ένα έργο τη “Μεγάλη Εβδομάδα” του Φαρλέκα, βιβλίο πολύτομο, που είναι η δυσκολότερη Μεγάλη Εβδομάδα από αυτές που έχουν εκδοθεί. Είναι πολύ απαιτητική σε φωνή και σε τάλαντο και σε γνώση της βυζαντινής μουσικής. Η παρτιτούρα της Μεγάλης Εβδομάδος του Φαρλέκα είχε πολλές απαιτήσεις, και μπορεί να μην μπορούσε εκείνος να την πει, αλλά... την έγραψε. Μια φορά ...καλή του ώρα...με τον Αχιλλέα τον Χαλδαιάκη αποπειραθήκαμε να την ψάλλουμε , βέβαια ο Αχιλλέας μπορούσε να την ψάλει, έχει φωνή, εγώ αριστερά στην Παναγίτσα ... με τίποτα!.. μου λέει δεν στο ξαναβάζω αυτό το δύσκολο πράγμα... άστο!
Ο Αχιλλέας Χαλδαιάκης είναι ένας μουσικολόγος κορυφή στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή και κοσμήτορας στη φιλοσοφική σχολή, είμαστε συμμαθητές , πνευματικά αδέλφια μέσα στην Παναγίτσα, εκείνος δεξιός ψάλτης εγώ αριστερός και μαθητεύσαμε μαζί, πρώτα στον Κρητικό, μετά σπουδάσαμε μαζί στη Θεολογική σχολή Αθηνών, εκείνος μετά συνέχισε στην μουσικολογία... με την ευκαιρία που είμαστε στην Αθήνα πήγαμε σε δασκάλους για να μάθουμε πλέον συστηματικά. Ο πρώτος δάσκαλος τον οποίο προσεγγίσαμε ήταν ο Γρηγόριος Στάθης.
Τότε είχε φτιάξει τη σχολή παραδοσιακών οργάνων ο Αριστείδη Μόσχος, πίσω από το αρχαιολογικό Μουσείο και πήγαμε εκεί, όλα ήταν εκεί θαυμάσια, το κτίριο, οι δάσκαλοι, αλλά...πανάκριβα...δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε όλα αυτά τα έξοδα, παρ' όλα αυτά καθίσαμε εκεί δυό τρείς μήνες. Ο Αχιλλέας ξεκίνησε εκεί το σαντούρι, το συνέχισε το σαντούρι για δυο χρόνια περίπου, κι εγώ μπήκα στην τάξη του λαούτου, με δάσκαλο τον μακαρίτη Βασίλη Χατζόπουλο. Δεν μπορούσαν οι οικογένειες μας να μας στηρίξουν οικονομικά σ' αυτά τα θέματα για αυτό και η εκκλησία εδώ, η Ιερά Μητρόπολη μας υποστήριξε οικονομικά, μας πλήρωσε δίδακτρα, αγόρασε ένα λαούτο και ένα σαντούρι. Τότε ιδρύθηκε με εκκλησιαστική πρωτοβουλία ένας σύλλογος που ονομάστηκε “Σύλλογος προς διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης” και αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα παραδοσιακής μουσικής, και εράνους κλπ ,για να σώσουμε την Παλιαχώρα απο την κατάρρευση. Τότε πήγαμε σε παλαιούς μουσικούς όσοι ήτανε εδώ στην Αίγινα, στον “άπορο” , τον θείο μου τον Μιχάλη Παυλινέρη, αδελφό της γιαγιάς μου, που ήταν καλός βιολιστής στα νιάτα του.
Ο Μιχάλης Παυλινέρης ήταν καλός βιολιστής γιατί ο πατέρας του, (ο προπάππος μου), τον είχε στείλει, όταν έδειξε το τάλαντο του, στη Σαλαμίνα που είχε καλούς μουσικούς, του πλήρωσε δίδακτρα, να γίνεις καλός μουσικός του είπε, και έμαθε μουσική με νότες έγινε καλό μουσικός.
Ο μπάρμπα Μιχάλης όταν αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον μας, δεκαετία του ογδόντα, γι' αυτά τα πράγματα, ήταν ήδη γέρος, δεν μπορούσε να σηκωθεί, βιολί δεν είχε πια. Είχε ένα μαγαζί, ταβέρνα, πάνω στην Κυψέλη και το δούλευε ο ίδιος, τραγουδούσε ο ίδιος εκεί, υπάρχει ακόμα αυτό το μαγαζί αλλά είναι ερειπωμένο.
Το βιολί του το είχε ο Βάιος Σκουλαρίκης, στη Σουβάλα... είναι και αυτός μακαρίτης τώρα. Ο Βάιος δεν ήταν Αιγινήτης , ήτανε νομίζω Λημνιός, γι' αυτό και το βιολί που έπαιζε ήταν παράξενο βιολί, εγώ κατόπιν το κατάλαβα όταν άκουσα ηχογραφήσεις από τη Λήμνο. Ο Βάιος εδώ στην Αίγινα έκανε και αυτός την πορεία του, μπορεί να μην ήταν από εδώ, αλλά έπαιξε πολύ εδώ στο νησί, και θα έλεγα επαγγελματικά. Κρατούσε πανηγύρια, χορούς, πήγαινε στο Σταυρό, πήγαινε σε κάποια εκκλησιαστικά πανηγύρια, και τότε δεν υπήρχε άλλο βιολί στην Αίγινα... που να φαίνεται τουλάχιστον... τον Μητσάρα τον ανακαλύψαμε πολύ μετά. Ο “άπορος” είχε γεράσει πολύ, τον φέραμε κάτω όταν είχε γίνει μια γιορτή για το Αιγινήτικο τραγούδι στο Τιτίνα, και έπαιξε ο “άπορος”, υπάρχει ένα βιντεάκι που παίζω εγώ λαούτο και παίζει αυτός το ντρίο..
Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι; Ακούσαμε για κάποιον άνθρωπο εδώ που τραγουδάει βόγιες.
Όχι, δεν ζει, αυτός ήταν ο “πιλάφας” που λέγαμε, ο μπάρμπα Τάσος ο Λάμπρου, αυτός ήταν τότε στη γιορτή για το Αιγινήτικο τραγούδι που είχε παίξει και ο “άπορος,” και τον ανεβάσαμε και τραγούδησε.
Να συνεχίσω λοιπόν... Ο Σίμων Καράς ήταν ο δάσκαλος μας στην Αθήνα, μετά από τον Αριστείδη Μόσχο, ένας εξαιρετικός δάσκαλος, ο θεός να αναπαύσει την ψυχή του, και το στοιχείο που μας έστρεψε τότε προς τα εκεί ήταν ότι υπήρχε μία σχολή που ήταν... δωρεάν, και πήγαμε να συνεχίσουμε εκεί την βυζαντινή μουσική. Ο Σίμων ήταν ένας άνθρωπος που είχε τις δικές του πολιτικές προϋποθέσεις, και ευκαίρως – ακαίρως ας πούμε, το κατέθετε αυτό, αλλά όλοι οι άλλοι μαθητές του ήταν δημοκρατικών αντιλήψεων, οπότε κρατήσαμε από το μακαρίτη το δάσκαλο ότι καλλίτερο μπορούσαμε, και ότι γλυκύτερο από τις γνώσεις του, και προσπαθούσαμε να μην επηρεαστούμε από ...άλλες αντιλήψεις, παλιές που δεν ήταν σωστές...
Δεν μπορώ να μη μνημονεύσω και την παρουσία του μακαρίτη Μάριου Μαυροειδή, ενός καταπληκτικού ανθρώπου μουσικολόγου, που έφυγε πολύ νέος, ίσα ίσα μπόρεσε να κάνει το διδακτορικό του, πήγε και δίδαξε για λίγο στη μουσικολογία Κέρκυρας, και έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω του ένα ωραίο βιβλίο που εκδόθηκε μετά θάνατο για τα “μακάμια” , ότι καλλίτερο υπάρχει, και ευτύχισα πραγματικά να τον έχω δάσκαλο μέσα στη σχολή του Σίμωνος Καρά, όπου είχαμε ντουέτο δασκάλων τον Μάριο και την Θεοδώρα Βάρσου ,που είναι σήμερα καθηγήτρια παραδοσιακών μουσικών οργάνων σε μουσικά λύκεια. Μας δίδαξε επίσης στη σχολή ο κύριος Τάσος Φωτοπουλος, Γιώργος Ρεμούνδος, και στο τέλος ο Νικόλαος Κλέντος.
Εκεί μας έκανε όργανα ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, ήταν ο μοναδικός οργανοπαίχτης και δίδαξε κλαρίνο στον Αχιλλέα και σε μένα λαούτο.
Από εκεί πέρασα μερικά χρόνια χωρίς λαούτο (μαθήματα) ώσπου “έπεσα στα χέρια” του Αλέξανδρου Σπίτζινγκ... χωρίς όμως ποτέ να τελειωθώ.
Στη σχολή του Σίμωνα Καρά, είδαμε πολλά όργανα μπροστά μας, στη συλλογή που είχε εκείνος, αλλά και σε γιορτές που έκανε εκεί. Είδαμε να έρχεται η Δόμνα Σαμίου, παλιά του μαθήτρια, να παρελαύνουν πολλοί μουσικοί.... ο Αλέκος Αραπάκης με το βιολί, ο Βασίλης Μάνης, ερχόταν με την τσαμπούνα ο Θεολόγος Γρύλης και έπαιζε... Κάθε χρόνο στη σχολή γινόταν μια γιορτή την τσικνοπέμπτη, και αφού πρώτα γινόταν το μάθημα, ο κάθε μαθητής είχε φέρει κάτι και άρχιζε το γλέντι . Όλα αυτά για ένα φοιτητή τότε, εκτός από μεγάλη χαρά ήτανε και μάθημα, όταν λοιπόν εγώ είδα τσαμπούνα μπροστά μου, ήρθα εδώ που καθόμαστε τώρα και ρώτησα το γέρο τον παππού μου, τσαμπούνα υπήρχε στο νησί ποτέ; Υπήρχε παιδί μου λέει, τα παλιά χρόνια την παίζανε οι βοσκοί.
Δηλαδή από αυτό συμπεραίνουμε μέχρι στιγμής ότι η τσαμπούνα δεν υπήρχε τότε σαν όργανο, ούτε έχει βρεθεί κάποιο τέτοιο όργανο από τα παλιά.
Όργανο κατάφερα και απόκτησα εγώ ένα, φτιαγμένο στην Αίγινα. αλλά δεν είναι φτιαγμένο από Αιγινήτη, είναι φτιαγμένο από τον Μιχάλη τον λεγόμενο Παριανό στον Μεσαγρό. Με οδήγησε εκεί ο Βαγγέλης ο Σοφικίτης. Ο τεχνίτης ήταν ηλικιωμένος και του ζήτησα να μου παίξει κάτι, τελικά μου πούλησε μια τσαμπούνα αλλά δεν έπαιξε, δεν μπορούσε να φυσήξει δεν μπορούσε γενικά...
Είναι κρίμα που στη σχολή μας, τότε όταν ακόμα τα όργανα τα είχαμε στη σχολή βυζαντινής μουσικής... κι έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης σε αυτό... και δεν επέμεινα, είχε έρθει κάποιος εδώ να διδάξει κλαρίνο παραδοσιακό και δεν τον κρατήσαμε, Χατζηανδρέας λεγότανε Ανδρέας, έπαιζε και τσαμπούνα και γκάιντα, έπαιζε και αυτά τα όργανα με τον ασκό.Κρίμα.
Άλλη μια εμπειρία που έχω να σας μεταφέρω είναι: έγινε ένα γλέντι πριν από είκοσι χρόνια στο Φάρο εκεί που είναι τώρα ο Μάνητας, είχαν έρθει από την Κάρπαθο, ένας σύλλογος Καρπαθίων με Κώστα Ντινησάρη στο τραγούδι, και Γιάννη Τσαμπανάκη στην τσαμπούνα, κι ένας άλλος παππούς έπαιζε λίρα Καρπάθικη, αλλά δεν είχαν λαούτο, και όταν πέρασαν από την Παναγίτσα, ήταν της Αγίας Τριάδος και τους έκανα την αρτοκλασία, και μου είπαν έρχεσαι μαζί που θα πάμε στο μαγαζί;
Ναι να έρθω τους είπα, θέλετε να φέρω και το λαούτο μου να παίξω; αυτοί πετάγανε και είπανε ναι, και... έπαιξα με Καρπάθιους, και ήτανε πάρα πολύ ωραίο αυτό, και από τότε αγάπησα πραγματικά την Καρπάθικη μουσική και το λιροτσάμπουνο, πολύ ώραίο πράγμα...
Θέλω να κλείσω με κάποια βιώματα από το στρατό.
Στη στρατιωτική θητεία ευτύχισα και πήγα σε μερικά σημεία, στη Σάμο πρώτα πρώτα. Στη Σάμο είχα τη φλογερίτσα μου και το λαούτο μαζί, και εκεί μείναμε μέσα σε ένα φυλάκιο στο Άνω Βαθύ της Σάμου και δίπλα μας ήταν ένας παππούς βοσκός οποίος έφτιαχνε μικρές τσαμπουνίτσες, μαντούρες θα τις λέγαμε σήμερα, χωρίς ασκό, μικρές, οπότε έμαθα κι εγώ και έφτιαχνα αυτό το πράγμα, και ακούγοντας με ένας οικοδόμος που δούλευε πάρα πέρα από το φυλάκιο, αυτός ο οικοδόμος ήταν ο Λευτέρης ο Λεβισιανός, είναι μουσικός της Σάμου, νομίζω ότι ζει ο άνθρωπος μέχρι σήμερα, με πήρε σπίτι του εκεί πέρα, φάγαμε ήπιαμε, και έπαιξε σαντούρι και τσαμπούνα, και τον μαγνητοφώνησα , ήταν ενα όμορφο σημείο της ζωής μου. Μια γλυκιά και πολύ ωραία στιγμή από το νησί αυτό. Αυτός με έστειλε και σε ένα άλλο γέρο ο οποίος λεγόταν Κώστας Κρητικός, δεν ζει σήμερα, ο οποίος και αυτός μου έπαιξε κάποια αποκριάτικα κομμάτια στην τσαμπούνα , αγνοώντας μάλιστα την παρατήρηση της γυναίκας του που του είπε, μα καλά θα βγάλεις την τσαμπούνα τώρα που είναι καλοκαίρι και δεν είναι απόκριες για αυτό το στρατιώτη που θέλει να σε μαγνητοφωνήσει;
Μετά φεύγω με μετάθεση από τη Σάμο και
πηγαίνω Οκτώβριο μήνα στην Ήπειρο, στους
Φιλιάτες Θεσπρωτίας και μάλιστα στη
Σαγιάδα πάνω στα σύνορα. Εκεί ήρθα σε
επαφή με Αλβανούς μουσικούς, οι οποίοι
παίξανε, περάσανε τα σύνορα και παίξαμε
μέσα στις καλές ημέρες, Χριστούγεννα
Θεοφάνια, περάσανε από κει και από ότι
μου είπανε οι ντόπιοι εκεί, ο κλαριτζής
ήταν γιος ενός διάσημου Αλβανού μουσικού
βιολιστή ο οποίος λεγόταν Ρένας. Ο υιός
του λοιπόν αυτός έπαιζε κλαρίνο, ζούσανε
ακριβώς μέσα από τα σύνορα τα ελληνοαλβανικά,
η κομπανία αυτή είχαν έρθει, ο ένας
έπαιζε κλαρίνο, ο άλλος αντί για λαούτο
κ.λ.π έπαιζε ακορντεόν, κάλυπτε όλα τα
όργανα και λαούτο και βιολί μαζί, κι ο
άλλος έπαιζε ντέφι και τραγουδούσαν
κιόλας στα Αλβανικά, μετά το γυρίζανε
στα Ελληνικά, τραγουδούσανε Ηπειρώτικο
ρεπερτόριο αλλά και ότι μπορείς να
φανταστείς, ακόμα και ελαφρολαϊκά και
νησιώτικα. Έχω κάνει μια ηχογράφηση με
αυτούς , και τους ζήτησα τότε να παίξουνε
τον “Οσμαντάκα” και το τραγούδησα
εγώ...και το κάνανε... Έχω και άλλες
ηχογραφήσεις με Αλβανούς που τους
συλαμβάνανε τότε σαν λαθρομετανάστες
στα σύνορα, και επειδή βρήκα εκεί μια
κατάσταση έτσι απάνθρωπη, να τους
χτυπάνε να τους κακομεταχειρίζονται
,κ.λ.π. προσπάθησα και μπορώ να καυχηθώ
ότι το πέτυχα να σταματήσει αυτό το
πράγμα, και να κάνουμε το καθήκον μας
και να μείνουμε εκεί. Δηλαδή να τους
συλλάβουμε να τους παραδώσουμε μετά
για να τους απελάσουν, αλλά μέχρι να
περάσουνε αυτές οι ώρες δεν χρειαζότανε
καμία άλλη κακομεταχείριση, μπορούσαμε
να φάμε και να πιούμε μαζί ένα καφέ, να
κάτσουμε εκεί και να περιμένουμε απλά
να τους πάρουνε τους ανθρώπους, και στη
διάρκεια αυτή τι καλλίτερο από το να
μας τραγουδήσουνε...και εμείς να τους
μαγνητοφωνήσουμε. Και το έκανα αυτό,
έχουν βγει κάμποσα τραγούδια, υπήρχε
ένα Αλαβανόπουλο που δούλευε στα ελληνικά
χωράφια και είχε κάρτα και μπαινόβγαινε
από τα σύνορα από το χωριό το Αλβανικό,
ήξερε πολύ καλά Ελληνικά, νέο παιδί
ήτανε και περνούσε από εμάς καθημερινά
πίναμε τους καφέδες μας, και τον είχα
βάλει και άκουγε αυτός τα τραγούδια που
είχαν πει οι άλλοι, τα καταγράψαμε σε
ένα τετράδιο, και έχουμε από τη μία
πλευρά τα κείμενα στην Αλβανική γλώσσα
και από την άλλη μεριά μου έχει κάνει
τη μετάφραση, χωρίς να ξέρει να γράφει
ελληνικά, μούλεγε τι σημαίνει κι εγώ το
έγραφα... ήταν ένα ωραίο στρατιωτικό
εργόχειρο της εποχής εκείνης που με
συγκίνηση θυμάμαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας