Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Αφιέρωματα: Μιχάλης Γενίτσαρης

Genitsaris Michalis / Γενίτσαρης Μιχάλης
      "....Εγώ μάγκας φαινόμουνα
           θα γίνω από μικράκι
           μ’ αρέσανε τα έξυπνα
           κι έμαθα μπουζουκάκι..."


Γεννήθηκε 15 Ιουνίου 1917 - Έφυγε 11 Μαΐου 2005

Ανήκει στην κατηγορία των συνθετών που έπαιξαν αποφασιστικό ρολό στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου, ο τελευταίος της μεγάλης πειραιώτικης παρέας του ρεμπέτικου ...

Ο ρεμπέτης και μάγκας Μιχάλης Γενίτσαρης ή Γεννήτσαρης, όπως ήταν κανονικά το επίθετό του, γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1917 στην Αγία Σοφία στον Πειραιά, οδός Αίμου από πατέρα και μητέρα φτωχούς. Ο πατέρας (Γιώργος) του διατηρούσε μπιραρία στη γειτονιά, δουλειά που δεν ήταν αρκετή για την επιβίωση της οικογένιας. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης είχε παρατήσει νωρίς το σχολείο, ίσα-ίσα είχε βγάλει την δεύτερη τάξη.

Ο Μπάτης και ο πιτσιρικάς Γενίτσαρης ...
Απέναντι από το καφενείο του πατέρα του, στην Παλαμηδίου, στην Αγία Σοφία του Πειραιά, ήταν το καφενείο-χοροδιδασκαλείο του γενάρχη του ρεμπέτικου, του Γιώργου Μπάτη «ένας άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να γελάει», όπως έλεγε ο Μιχάλης Γενίτσαρης.. 
Εκεί μέσα ανδρώθηκε και ζυμώθηκε με τους πρώτους γνήσιους ρεμπέτες ο Μιχάλης. Εκεί με το φίλο του Θανάση, το γιο του Μπάτη, ακούγανε μπουζούκι και μπαγλαμά!..
1927 O πιτσιρικάς Γενιτσαρης με τραγιάσκα, σε ένα από τα πρώτα καφενεία του Γ. Μπατη.
Η πρώτη του δουλειά ήταν να γυρίζει τη λατέρνα. Κάτω από τους ήχους της, ο Μπάτης μάθαινε χορό τους μάγκες(!). Η ιστορία της ζωής του αρχίζει από 'κεί. Το 1927 - '28. Πειραιάς, μάγκες, ντερβίσιδες, νταήδες, κουτσαβάκια, τεκέδες, μπουζούκια, και τζουράδες, χασίσια, ναργιλέδες, μπαγλαμάδες, τραγούδια!
* Η ανακάλυψη ενός παλιού μπαγλαμά του πατερά του στην κασέλα του σπιτιού του όταν η μάνα του καθάριζε μια μέρα, τον έφερε ακόμα πιο κοντά στο όργανο που από τότε είχε γίνει το μεράκι του!. Με αυτό το όργανο, μέχρι τα δέκα του χρόνια είχε μάθει την «Ντουντού» και τον «Μεμέτη». 
Ο πρώτος του δάσκαλος στο μπουζούκι ήτανε ο μάστρο-Κώστας ο Καταγάς, το αφεντικό του σε ένα χυτήριο όπου δούλευε. Όσο μεγάλωνε και γινόταν ανεξάρτητος στη σκέψη τόσο το μπουζούκι τον συνέπαιρνε. Σαν έγινε δεκαπέντε χρονών (1932) αγόρασε το πρώτο του όργανο από τον Κυριάκο Λαζαρίδη και από τότε συνεχώς έπαιζε. 
«Τα βράδια συναντιόμουνα με τους φίλους μου. Είχαμε γίνει δεκαπεντάρηδες. Παίζαμε στις γειτονιές, εγώ μπουζούκι και ένας φίλος μου, Τάκης Δημητρίου, κιθάρα. Εν τω μεταξύ, μετά γνώρισα και στου Μπάτη το καφενείο το Δελιά, το Μάρκο, που δεν είχανε ακόμα γραμμοφωνήσει, δεν είχανε ακουστεί. Ερχόντουσαν στου Μπάτη. Ο Μάρκος δούλευε τότε στα σφαγεία. Εγώ τότε έπαιζα μπουζούκι καλούτσικο».
Το 1932 ο Μιχάλης Γενίτσαρης με την παρέα του και το πρώτο του μπουζούκι! (μετά από δυο χρονιά του το σπάει ένας μπάτσος!). Δεξιά με κιθάρα, ίσως ο φίλος του Τάκης Δημητρίου.


Η 1η του γραμμοφωνηση ...
Άρχισε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι και να τραγουδάει το 1935. Εκεί γύρω έγραψε και το πρώτο τραγούδι του, το περίφημο «Εγώ μάγκας φαινόμουνα» (ζεϊμπέκικο) το οποίο γραμμοφώνησε στην «Columbia» το 1937 
(Έχει γραφτεί και συνθεθεί το 1935 με '36 και το γραμμοφώνησε το 1937. Ο ίδιος παίζει μπουζούκι και τραγουδάει και κιθάρα παίζει ο Στέλιος Χρυσίνης, που ήταν τυφλός. Μπαγλαμά παίζει ο αδερφός του Παναγιώτης Χρυσίνης, που ήταν και αυτός τυφλός. Από την άλλη πλευρά του δίσκου είναι η «Φαληριώτισσα» του φίλου του του Παπαϊωάννου. Ήταν γραμμοφωνημένη στην Odeon και σε δεκαπέντε μέρες την έβγαλε και η Columbia μαζί με το «Εγώ μάγκας φαινόμουνα»). Σε μια συνέντευξη του λέει ο Γενιτσαρης ότι όταν το άκουσε η μάνα του να παίζει στα γραμμόφωνα κλείστηκε μες στο σπίτι της από ντροπή(!). Tο τραγούδι σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ο δημιουργός του ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο ρεμπέτικο πάλκο «Δάσους»του A. Bλάχου, στον Bοτανικό(!). Ακολούθησαν συνεργασίες και γνωριμίες με κορυφαία ονόματα του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος Bαμβακάρης και οι Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Π. Τούντας, Σ. Kυρομύτης, Στελάκης Περπινιάδης, Α. Χατζηχρήστος, Μπαγιαντέρας, Γ. Παπαϊωάννου κ.ά.

1937 Μία παρέα γλεντζέδων, στο ουζερί των τότε συνεταίρων Γενίτσαρη και Παπαϊωάννου, στα Καμίνια του Πειραιώς (οδός Χίου). Διακρίνονται: Ο Παπαϊωάννου όρθιος μπροστά απ’ το παράθυρο με το δίσκο στα χέρια και την πετσέτα στον ώμο!! Με Δελια, Χατζηχρηστο, Γενίτσαρη (τέρμα αριστερά), Καρυδάκια κ.α!
Μετά την έκδοση του πρώτου τραγουδιού, ο πατέρας του του άνοιξε ένα καφενείο στην οδό Αίμου και Βάσου στην Αγιά Σοφιά. Από το μαγαζί αυτό πέρασαν όλοι οι παλιοί μπουζουξήδες: Καρυδάκιας, Ανέστης Δελιάς, Μάρκος, Στράτος, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης κ.ά. Στη συνέχεια έκλεισε το μαγαζί αυτό και άνοιξε ένα άλλο στην γωνία Ψαρών και Ολύνθου στα Βούρλα, το οποίο έκλεισε και αυτό από την αστυνομία. Η γνωριμία του Γενίτσαρη με τον Γιάννη Παπαϊωάννου έγινε εκείνη την περίοδο και από τότε ήτανε οι δυο τους στενοί και αχώριστοι φίλοι, όπως έλεγε ο Γενίτσαρης.
Με τον Παπαϊωάννου έπαιξαν στην Αίγινα και στη συνέχεια άνοιξαν οι δυο τους ένα μαγαζί στην οδό Χίου, στα Καμίνια. Μετά το κλείσιμο του μαγαζιού αυτού χώρισαν οι δρόμοι τους. Ο Γενίτσαρης έπιασε δουλειά στο «Δάσος» του Αντώνη του Βλάχου, μαζί με το Μάρκο, τον Μπάτη, το Χιώτη, το Στράτο κ.ά. 
«Εκεί πια έγινα μπουζουξής. Κάθε βράδυ σ' αυτό το κέντρο γινότανε το σώσε μέσα 'κει...» 
έλεγε ο Γενίτσαρης.

Μιχάλης Γενίτσαρης: Δημόσιος Κίνδυνος.
H αγάπη του, ωστόσο, για το ρεμπέτικο και το μπουζούκι ήταν για την εποχή του «παράνομη», γι' αυτό και διώχθηκε γι' αυτήν..
Στα δεκαεπτά (1935) του ένας αστυφύλακας του σπάει το μπουζούκι και ο Γενίτσαρης του ορμαει και του σκίζει τον χιτώνα. Τον πιάνουνε και τον δικάζουνε να κάνει έξι μήνες στις Φυλακές Αβέρωφ. Αυτή ήταν η πρώτη καταδίκη του, καθώς ακολούθησαν πολλές ακόμα για παρόμοιους λόγους..
Στο μαγαζί του Βλάχου είδαν πάρα πολλά τα μάτια του Γενίτσαρη
. Μπλέχτηκε σε δύο σοβαρές ποινικές υποθέσεις εκείνη την περίοδο που η μία του στοίχισε πάλι την εισαγωγή του στη «στενή» για μερικούς μήνες. Βγήκε και συνέχισε την εργασία του στο «Δάσος», ώσπου το μπλέξιμό του σε έναν καυγά με πυροβολισμούς και τραυματισμούς τον οδήγησαν στην εξορία. Το Μεταξικό καθεστώς τον έστειλε στη Νιο ως δημόσιο κίνδυνο διότι, όπως του είπανε, είχε μπλέξει σε πολλές φασαρίες.
«...Τι να κάνω; Ντύθηκα, βγαίνω έξω. Είχανε την κλούβα, με βάζουνε μέσα, και με πάνε στον προϊστάμενό τους, και αυτός μου παρουσιάζει ένα χαρτί να το υπογράψω. Του λέω: Τι είναι αυτό; Και αυτός μου λέει: Αυτό το χαρτί, μια που είναι καλοκαίρι, στο στείλαμε να πας να παραθερίσεις. Σε στέρνουμε ένα χρόνο εξορία για Δημόσιο επικίνδυνο. Του λέω: Πού; Μου λέει: Στη Νιο...».
 Η εξορία του Γενίτσαρη κράτησε για ένα χρόνο. Στο νησί συνάντησε τον Ανέστο Δελιά που τον είχαν στείλει και αυτόν εξορία, αλλά για τοξικομανία και όχι για δημόσιο επικίνδυνο, όπως είχαν χαρακτηρίσει το Γενίτσαρη. Οι ιστορίες από κείνη την περίοδο της δύσκολης ζωής του Γενίτσαρη αμέτρητες.
«Μια ημέρα είχε αρπάξει ένανε εξόριστο η χωροφυλακή και τον είχε σπάσει στο ξύλο, γιατί είχε μπει μέσα σ' ένα κοτέτσι να κλέψει αβγά, αλλά αβγά δεν βρήκε και από την πείνα έφαγε τα πουλάκια ωμά ... Εκεί θυμάμαι το νησί, η Νιο ήταν ξερότοπος και αγριάνθρωποι οι κάτοικοι ... Το χωργιό τους είχε τρακόσα σπίτια και 366 εκκλησίες και αμέτρητοι αρεόμυλοι και ψύλλους κοπάδια».
Όταν γύρισε από την εξορία ξανάρχισε να παίζει το μπουζούκι. Η κλάση του για να υπηρετήσει στο στρατό ήταν το 1938. Όμως αυτός δεν είχε πάει και ήτανε από τότε λιποτάκτης. Με τη βοήθεια ενός θείου του συνταγματάρχη πήγε στο στρατό με την κλάση του 1940 χωρίς κυρώσεις, αλλά αμέσως έμπλεξε σε φασαρίες με γυναικοδουλειά που του στοίχισε άλλα δύο χρόνια στη «στενή» και εν καιρώ πολέμου που στο μεταξύ είχε κηρυχτεί.


«Στη φυλακή πέρασα πολλά. Τότε είχε αρχίσει η πείνα. Θυμάμαι, ένας ναύτης ήτανε στη φυλακή για κλοπή και τη νύχτα στο αποχωρητήριο είχε ανάψει φωτιά με ένα ντενεκέ και έβραζε μια γάτα να φάει. Και τον αρπάξανε και τον ρίξανε στο πειθαρχείο...».
* Μόλις βγήκε από τη φυλακή (1942) έπιασε δουλειά στο υπόγειο του "Περοκέ" στο κέντρο «Σεβιλιανα» του Κατελάνου, με το Χιώτη και το Λαύκα και μετά στο κέντρο «Καρέ του ’Ασσου»με τον Καπλάνη και το Χατζηχρήστο, ενώ στη συνέχεια (1944) πήγε στο νέο μαγαζί που είχε ανοίξει ο Αντώνης ο Βλάχος στη γωνία Ζήνωνος και Δεληγιώργη στην Αθήνα, με τον 
Στράτο και τον (άρρωστο) Ανέστο Δελιά (πέθανε τον Ιούλιο του 1944). Η εμπλοκή του σε μία κομπίνα τον έστειλε στη για άλλους δεκαοκτώ μήνες στη φυλακή. Μετά την έξοδό του από τη φυλακή έπαιξε σε διάφορα μαγαζιά, ώσπου ήρθε η απελευθέρωση.
Την περίοδο της Κατοχής γράφει τραγούδια που στηλιτεύουν τους μαυραγορίτες "Οι μαυραγορίτες" ενώ, παράλληλα, υμνεί τους τολμηρούς σαλταδόρους. «πολέμησα -θυμόταν ο ίδιος- τους Γερμανούς με τους σαλταδόρους». Η εμπειρία του αυτή έγινε τραγούδι και μάλιστα εμβληματικό: είναι ο θρυλικός «Σαλταδόρος»... «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω».
Ο Γενίτσαρης (μπουζούκι), ο Γιώργος ο κιθαρίστας, και πίσω ο ξακουστός νταής Γιώργος Μασαλάς (πέθανε το 1942), ο Γιώργος Βρετός (τον τουφέκισαν οι γερμανοί) κι ο Τάσος Βλάχος (αδερφός του γνωστού μαγαζάτορα), το 1941

Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία. Συνέχισε να παίζει μπουζούκι στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές παρέα με τον Παπαϊωάννου, στου "Βλάχου" (που είχε γίνει το λημέρι του) κ.α. Στην περίοδο αυτή έγραψε αρκετά τραγούδια που τα τραγούδησαν μεγάλοι καλλιτέχνες και πέρασε από πολλά μαγαζιά. 
Το 1952 αηδιασμένος από το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί ενάντια στο ρεμπέτικο και άλλα σκηνικά.. σταμάτησε να παίζει στα πάλκα και έγινε χονδρέμπορος φρούτων στη λαχαναγορά του Πειραιά. Αρχίζει όμως να δίνει τραγούδια σε λαϊκούς τραγουδιστές!. Mεταξύ αυτών οι: Στέλιος Kαζαντζίδης, Γρηγόρης Mπιθικώτσης, Μαρίκα Νίνου, Πάνος Γαβαλάς, Kαίτη Γκρέυ, Στελλάκης και Bαγγέλης Περπινιάδης, Στράτος Διονυσίου Βούλα Γκίκα, Χρηστάκης, Ρία Κούρτη, Σπύρος και Ζωή Ζαγοραίου, Α. Ζακυνθηνάκης, Δημ. Ευσταθίου, Α. Νικολαίδης, Λεωνάρδος Μπουρνέλης, Παν. Μιχαλόπουλος και μετα το '80 με Xάρις Aλεξίου, Γιώργος Nταλάρας, Ελένη Γεράνη, Mανώλης Mητσιάς, Γλυκερία, Ρεμπέτικη και Αθηναϊκή Κομπανία κ.ά.) 
Από το 1952 έως το 1971 ο Γενίτσαρης, ουσιαστικά, χάθηκε από το πάλκο.. Ένα διάστημα φυλακίσθηκε, μετά άνοιξε ένα μπουζουξίδικο στην Αίγινα αλλά έπεσε έξω οικονομικά και μετά έπιασε δουλειά στη λαχαναγορά.
Αριστερή φωτο: Ο Γιώργος Βρετός (τον τουφέκισαν οι Γερμανοί) και ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ενώ τρώνε σταφύλια (Πειραιάς, 1941). Δεξια φωτο: Ο Μιχάλης Γενίτσαρης με το μπουλντόγκ του και πίσω ο περίφημος Βασιλόμαγκας (Πειραιάς, 1950)

Από την "αφάνεια" τον ανέσυρε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που από το 1971 οργάνωσε στο «Κύτταρο» σειρά εμφανίσεων των βετεράνων του ρεμπέτικου. Τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, το Γιάννη Σταμούλη, το Σκαρπέλη και το Μουφλουζέλη έπαιξαν για αρκετό καιρό στην μπουάτ. Συνέχισε να βρίσκεται στο πάλκο για λίγο καιρό γιατί το ρεμπέτικο είχε έρθει και πάλι στην επιφάνεια και όλοι ζητούσαν να ακούσουν τους παλιούς. Η εκμετάλλευση όμως των αγνών αυτών μουσικών από τα γεράκια της αναβίωσης του ρεμπέτικου έκαναν το Γενίτσαρη να ξανακρεμάσει το μπουζούκι του.. ’Ανοιξε κάβα ποτών στην Αγιά Σοφιά και από κει και πέρα συμμετείχε μόνο σε συναυλίες, ενώ είχε και δισκογραφική παρουσία.
Φωτογραφία από τις δευτεριάτικες συναυλίες στο "Κύτταρο". Διακρίνονται η Αλεξάντρα, ο Γενίτσαρης, Σκαρπέλης, ο Μπίρ- Αλάχ (5-10-1972)
Το 1996 - '97  προς τιμήν του διοργανώθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού μια μεγάλη, πολυσυμμετοχική συναυλία. Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σποραδικά, μέχρι να αποσυρθεί οριστικά το 1999.
Άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Μαΐου 2005, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, τις τελευταίες ημέρες, με βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού..


Πηγή: mpouzoukimpouzouxides.bloggspot,gr